(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
7 σχόλια
electron
αυτός μου μοιάζει για τον πρώτο ορισμό του σάιτ!
Galadriel
O 110 ορισμός είναι :)
GATZMAN
Στο δυαδικό σύστημα;
Khan
Εν αρχή ην η καύλα...
earendil_ath
λέγεται και ο βοηθός στα συνεργεία που γυρίζουν πορνοταινίες, μη σας πω τι κάνει :)
Vrastaman
Αναπληρώτρια καυλώτρια, πως λέμε ανάφτρα.
GATZMAN
H καυλοσυνάτη καυλώτρια διεγείρει και εγείρει τον μαγικό αυλό και τον αναγαμματίζει τελικά σε γαμικό αυλό.