(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.

Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
electron

αυτός μου μοιάζει για τον πρώτο ορισμό του σάιτ!

#2
Galadriel

O 110 ορισμός είναι :)

#3
GATZMAN

Στο δυαδικό σύστημα;

#4
Khan

Εν αρχή ην η καύλα...

#5
earendil_ath

λέγεται και ο βοηθός στα συνεργεία που γυρίζουν πορνοταινίες, μη σας πω τι κάνει :)

#6
Vrastaman

Αναπληρώτρια καυλώτρια, πως λέμε ανάφτρα.

#7
GATZMAN

H καυλοσυνάτη καυλώτρια διεγείρει και εγείρει τον μαγικό αυλό και τον αναγαμματίζει τελικά σε γαμικό αυλό.