Η αγορά επί πιστώσει. Βαθμιαία, η λέξη έφτασε να σημαίνει ότι αγοράζω κάτι βερεσέ χωρίς να έχω πρόθεση να το ξοφλήσω - ειδικά στις φράσεις βαράω τσέτουλα και κόβω τσέτουλα που, πιο χαλαρά, μπορεί και να δηλώνουν την τράκα γενικώς.

Είναι παλιά λέξη της αργκό που καταγράφηκε στα λόγια λεξικά σε κάποια φάση και μετά έπεσε σε αχρηστία. Σε ό,τι αφορά την προέλευση της:

Ήταν η τσέτουλα ένα λεπτό ξύλο πάνω στο οποίο με εγκοπές οι παλαιοί μπακάληδες, έμποροι κ.λπ. σημείωναν τα προϊόντα που έδιναν επί πιστώσει. H παροιμιακή φράση «Bαρώ τσέτουλα» εσήμαινε πως αγοράζω επί πιστώσει με απώτερο στόχο τη μη πληρωμή. Ήταν δηλαδή ισοδύναμη του «γράφ' τα και κλάφ' τα» γράφει ο Σαράντος Καργάκος εδώ.

Και στο blog Anna-Silia, τα λέει πιο αναλυτικά:

Η τσέτουλα ήταν το πρωτόγονο “λογιστικό” σύστημα των Τούρκων και αποτελείτο από δυό επιμήκη ξυλαράκια, ένα του πωλητή και ένα του αγοραστή, που τα τοποθετουσαν σε επαφή και τα χάραζαν κάθετα με ένα μαχαιράκι κάθε φορά που γινόταν μια πληρωμή. Σε κάθε συναλλάγή κουβαλούσαν μαζί τα χαρακωμένα ξυλαράκια, τα έβαζαν διπλα- δίπλα για να ελέγχουν την ακρίβεια του λογαριασμού. Έτσι βγήκε η έκφραση κόβω τσέτουλα, που σημαίνει όμως την επί πιστώσει αγορά με σκοπό να μην καλοπληρώσω.

Απαντάται και η λέξη τσέτουλας. Είναι ο τζαμπατζής, αυτός που αφήνει φέσια εκ συστήματος. Ή, όπως λέει ο Καπετανάκης στο κλασικό «Λεξικό της Πιάτσας», ο επιδιδόμενος εις την τσέτουλαν.

Ενδιαφέρουσα είναι και η φράση βγάζω τσέτουλα φυλακή. Σημαίνει πάω μέσα άδικα, εκτίω ποινή για κάτι που δεν έκανα.

Ετυμολογικά, στα τούρκικα υπάρχει η λέξη çetele που είναι ακριβώς αυτό το ξυλαράκι με τις εγκοπές (καμμία σχέση με τους τσέτες του Κεμάλ). Ο Μπαμπινιώτης, όμως, δεν το αναφέρει καθόλου αυτό και το πάει το πράμα σε αντιδάνειο από τα ιταλικά:

τσέτουλα < cetola, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κόλλα χαρτί < cedola, ιταλική λέξη για το κουπόνι < λατινικό schedula, εξ ου και schedule < υποκοριστικό του scheda < σχίδη = φύλλο χαρτιού ή παπύρου.

Τώρα, δεν τόξερε το τούρκικο το çetele, δεν του άρεσε - θα σας γελάσω.

Σχετικά λήμματα: βερεσέ, ο μπαρμπα-Τζάμπας πέθανε, φέσι, πιστολιάζω, τάπα, αμάκα, Απόλλων, Τρακαστράτος

  1. Το τεμπεσίρι και η τσέτουλα του βερεσέ δούλευαν όλο τον χρόνο. Οι χωρικοί έπρεπε να ξεχρεωθούν για ν’ ανοίξουν τα καινούρια τεφτέρια. (Από την ιστοσελίδα του Διαπολιτισμικού Δημοτικού Σχολείου Σαπών, στη Θράκη)

  2. - Πάλι εσύ κέρασες; Εμ, βέβαια ... σιγά και να μη βάλει αυτός το χέρι στην τσέπη ... μια ζωή τσέτουλα βαράει ο καβουράκιας

(από BuBis, 26/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Πολύ ενδιαφέρον! Ο Μπάμπης δεν τα πάει καλά με τα τούρκικα, έχει φανεί επανειλημμένως...

#2
Vrastaman

Χα!

#3
johnblack

Πονηρέ, για να συμπληρώσεις τη βιβλιογραφία σου να δεις σόπωσδήποτε Το Λεξικό της Ντάγκλας (Χρηστάκης-Επάρατος, εκδ. opera). H σημασία παραλλάσσει ελαφρώς για τους παλιούς τοξικομανείς.

#4
poniroskylo

Εμ, πρέπει να το δω, για ... αλλά, μέχρι να το βρω, μη μας κρατάς σε αγωνία και πες μας ποιά είναι αυτή η άλλη σημασία ...

#5
HODJAS

Πολύ καλό! (5Χ2)

Ο Τσιφόρος, στην ιστορία «Δυο δεκάρες δόξα» στα «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα», καταγράφει διάλογο πόρνης προς ναύτη: Τά' χεις ρε μόρτη ή πάμε για τσέτουλα; (δηλ. έχεις να πληρώσεις τη βίζιτα ή θα δουλέψει τεμπεσίρι;). Η ερώτηση είναι φιλοπαίγμων και φυσικά ρητορική, αφού όποιος δεν προπληρώσει δεν γαμεί...

Σημείωση: Λέγεται ακόμα απο τους τουρκομερίτες, βαστάω-κρατάω τσέτουλα=κρατώ βιβλία/λογαριασμό.

#6
deinosavros

Πάντως αυτός εδώ ο τούρκος δίνει την ίδια ελληνική, μέσω ιταλικών προέλευση, με πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση της λέξης το 1680.
Seçıp alınız. Διαλέγουτε και παίρνουτε.