Κατουράω στα Κρητικά.

Συνηρημένο. Χρησιμοποιείται συνήθως από τα παιδάκια αλλά όχι απαραίτητα. Αλησμόνητη η ερώτηση προς τη δασκάλα στα κρητικά δημοτικά σχολεία: «Κυρία, κυρία! Να πάω να τσιρήσω

Το αποτέλεσμα του τσιράω λέγεται χαϊδευτικά τσιρί.

  1. - Κάνε λίγο στην άκρη να τσιρήσω.
    - Εδώ στην εθνική;
    - Ε τι να κάνω; Αφού γέμισε το ποτηράκι από το προηγούμενο τσιρί μου.

  2. - Μαλάκα μόλις μπω σπίτι θα τσιρήηηηηησωωωωω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Σου αξίζει Kavli Prize παραγωγικότητας! Keep slangin' σύντροφε!

#2
GATZMAN

Είδες πως προσεγγίζει τη λέξη τσίρλα. Συγγενείς θα πρέπει να ναι.

#3
xalikoutis

Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι μέχρι πρότινος στην παραδοσιακή διάλεκτο της Κρήτης τσιράω = ουρώ
κατουράω = αφοδεύω.
Τα τελευταία χρόνια έχει ψιλοεκλείψει το τσιράω, με την εισαγωγή του «χέζω» και τη συνακόλουθη εκτόπιση του νοήματος του κατουράω προς το νόημα του «ουρώ». Επίσης λόγω και της διάδοσης της φράσης «κυρία μπορώ να πάω στην τουαλέτα» αντι του «να πάω να τσιρήσω»

#4
john386

xalikouti μπορεί να έχει ελαττωθεί η χρησιμοποίησή του, αλλα σίγουρα δεν έχει εκλείψει, καθώς συνεχίζω να το ακούω αρκετά. Ακόμα και χαριτολογώντας βέβαια από παιδιά και νέους μεγαλύτερης ηλικίας.
Επίσης συνηθισμένη και η φράση «πάω να ρίξω έναν τζιρέ», (ή μία τζιρέ) που σημαίνει το ίδιο πράγμα.

#5
xalikoutis

χαίρομαι που δεν έχει εκλείψει john, αυτό με τη τζιρέ επίσης γαμάτο, επίσης τον κατουρλή τον λέμε «τσιριάρη»