Γκάβακας, γκαβάδι, γκαβή, γκάβακος.
Ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα: ο μισότυφλος, όχι ο κανονικός τυφλός, αλλά αυτός που βρίσκεται σε μια νέα κατάσταση, φυσική ή αισθηματική. Στη προσπάθειά του να αναλύσει την κατάσταση (σαν καινούργια που είναι) και να μπλενταριστεί σε αυτήν, δεν βλέπει ή δεν παρατηρεί κάποια προφανή σε άλλους -που έχουν περισσότερο χρόνο σε αυτή την κατάσταση- πράγματα ή αισθήματα.
Το προφανές σε αυτά τα νέα πράγματα ή συναισθήματα, σε αντιδιαστολή με την δυσκολία του νέου να τα δει και να τα αφομοιώσει, δίνει αφορμή στους έχοντας συνηθίσει την νέα αυτή κατάσταση να αναφωνήσουν: «καλά ρε γκάβακα, δεν το βλέπεις, μπροστά σου είναι!».
(το Ν στο πίσω παρμπρίζ του οχήματος = ο οδηγός είναι Νικολάκης ή η Νικολέτα)
Ήχος από λάστιχα που φρενάρουν και παραλίγο τρακάρισμα.
- Καλά ρε γκαβονικολάκη, δεν το είδες το ρημάδι το στοπ; Θέλεις να μας κλείσεις το σπίτι;
- Τι να δω ρε φίλε, το έχουν βάψει με γκραφίτι!
(μονολογώντας και με πρώτη ξεκινά, «τι να του πω τώρα του γκάβακα το σχήμα στον στύλο δεν το κατάλαβε;»)
5 σχόλια
GATZMAN
Ετς!
Jonas
Στος!
johnblack
Υπάρχει και το τυφλίτης
iron
τα γκαβά (γκαβομάρες) είναι και τα κουλά, οι αρλούμπες, τα κουφά
ο αυτοκτονημενος
@ironick
δεν με βρισκεις συμφονο το οτι μοιαζουν αυτα με τα αλλα
κγαβος ειναι αυτος που εχει τυφλωθη ουσιαστηκα η μεταφορικα
κουλα ειναι αυτα τα χαζα που κανει καποιος
αρλουμπες ειναι οι βλακιες που λεει καποιος
και τελος κουφα ειναι οι υπερβολες και οι κουταμαρες που λεει καποιος αυτα