1. Βρίζω. Συνηθισμένη έκφραση: «αρχίζω / πλακώνω κάποιον στα στολίδια». Συνώνυμα: μπινελικώνω, μπινεκίλια, (ξε)χέζω / χεσίδια, κλπ
  2. Δέρνω άσχημα, πλακώνω.
  3. Λερώνω (κυρίως με εμετό).

(ασίστ Nick)

  1. - Πού είναι ο Μάκης, μέσα πάλι;
    - Ε κλασικά. Τράκαρε ο γκαντέμης με έναν λίτη, τον άρχισε στα στολίδια, και τον μπαγλαρώσανε.

  2. - Ρε τι σου 'κανε ο Μήτσος και του στόλισες τη μούρη έτσι ωραία;
    - Μου είπε «πώς είσαι έτσι ρε».

  3. Η Ελενίτσα, χθες που βγήκαμε, ήπιε τον κώλο της και όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο να την πάω σπίτι, στην πρώτη στροφή με στόλισε κανονικά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε