Μια από τις πιο αυθεντικά ηχοποίητες εκφράσεις έβερ. Σημαίνει απλά τον καυγά, την φασαρία όπου πέφτουν μπουκέτα και τα παρόμοια. Το «να» προφ από εκείνο το «να» που συνοδεύει ένα κάθετο χτύπημα με το χέρι σε στυλ βαράτε ή ένα δεξί κροσέ α λα Οβελίξ. Το παταπά από τον ήχο που ακούγεται αμέσως μετά.

Ίσως υποβόσκει η σημασία ότι κάποιος τις τρώει περισσότερο από τον άλλον.

Βλ. και σχετικά λήμματα: ταβερνόξυλο, βρωμόξυλο, γίνεται σκρατς.

- Πήρε ένα μαλακιστήρι κωλοφάνταρο την καναδέζα και μπούκαρε μες στο μαγαζί.
- Γιατί;
- Του βρίσανε λέει την πόλη, την γκόμενα, τη μάνα, ξέρεις τώρα, μαλακίες.
- Και τι έγινε;
- Πάλι καλά όλοι οκ. Αυτουνού όμως, για κακή του τύχη του έσβησε η μηχανή. Μέχρι να βάλει ξανά μπρος τον βουτήξανε και δώσ' του, νανανά-παταπά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία