1. Στηθόδεσμος, λεγότανε παλαιότερα και σουτιές (κατά το σουμιές / σωμιές).
    1. (Μουσική) Επισήμως λέγεται εκκλησιαστική πτώση (!) και είναι το αναγκαίο φινίρισμα σου-τιέν σε πλείστα όσα λαϊκά και δημοτικά τραγούδια (γκραν-γκραν). Αναλόγως του μέτρου, υφίσταται και το κομπινε-ζόν (μάλλον στον καρσιλαμά).

Τιρι-ρι-ρον.

  1. Φοράει αλεξίπτωτα για σουτιέν (πολύ μεγάλο στήθος ααααχχχχ).
  2. Μανέστρο, πάμε το «σερσέ λα φαμ» και κλείνουμε σου-τιέν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Υπάρχει ως σου-τιέν. Λόγω ενωτικού δεν σε κακολογώ που δεν το πρόσεξες.

#2
Hank

Κομπιναιζόν σουτιέν και προφιτερόλ εκμέκ. Το δεύτερο θα το βάλει κανάς κάβουρας;

#3
HODJAS

Μπαρδόν μπόι και το παίρνω όπισθεν. Για κάνε σενάριο για προφιτερόλ εκμέκ. Δεν το' χω ξανακούσει.

#4
PKP

Το σουτιέν (=στηθόδεσμος) βγαίνει, ως (μ)πα(τ)σίγνωστον, από το γαλλικό σουτιέν που σημαίνει «υποστήριξη». Έτσι όταν ακόμα δεν ήξερα τη σημασία της γαλλικής ρίζας διάβασα κάπου το καταπληκτικό: «αβέκ λε σουτιέν ντε λ' ουνιόν ωροπεαίν» (=με την υποστήριξη της ευρωπαικής ενώσεως)!
λωλ

#5
soulto

Before Victoria's Secret...