Έκφραση των καλιαρντών που σημαίνει διώχνω, στέλνω κάποιον ή κάτι, συνήθως ανεπιθύμητο. Απαντάται συνήθως στην προστακτική (τζάσε). Συγγενεύει με το τζους, επίσης των καλιαρντών.

- Και που λες χρυσή μου... μπλα μπλα...

«ΝΤΡΙΙΙΙΙΝ!!!»

- Ωχ! Η κουνιάδα μου η ποντικοπηδιόλα θα είναι. Περίμενε μισό λεπτό να την τζάσω κι έρχομαι πίσω στο ρόφτε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#2
Khan

Και εδώ βλ. το λήμμα του Πονηρό μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά:

«τζάζω = διώχνω, φεύγω, πετώ. (Η.Π. 1971)
< džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω», δηλαδή από τα ρομανί.