1. Σπάω καλαμπούρι, σπάω κέφι, σπάω πλάκα (κλασσική αργκό) και ήδη τελευταία σπάω (σκέτο): Περνώ καλά, διασκεδάζω (περνάω μόρτικα).
    Πιθανόν, κατά τον Τσιφόρο, από έναν μάγκα που έσπασε τις πλάκες του γραμμοφώνου πάνω στο τσακίρ-κέφι.
  2. Τεμαχίζω κοκαΐνη ή ηρωίνη για να πιω.
  1. Γίνανε κάτι γέλια χτες, σπάσαμε σου λέω.
  2. Είχαμε ένα τζι και εκεί που πήγαμε να σπάσουμε, έγινε πέσιμο και μας δέσανε.

Δες και σπάω βράχια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία