Τσατσόπλοιο: (άλλως: προέκταση του ντόκου) βυσματικό πλοίο, που δεν πάει ποτέ πουθενά και το πλήρωμα είναι συνεχώς έξω με άδεια (μιλάμε για τρανταχτά βύσματα, απ' αυτά που δεν χρειάζεται να έχουν γνωστό, είναι οι ίδιοι γνωστοί).

Ρε συ, έμαθες τί έγινε ο γιός του τάδε ; Πήγε σε τσατσόπλοιο και το απολυτήριο θα του το στείλουν ταχυδρομικώς στο σπίτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία