Καραμπουζουκλής, μαγκίτης κι αλανιάρης, ωραίος τύπος, γλεντζές.

Βλ. προσφώνηση Σπεράντζας Βρανά προς Χατζηχρήστο στο γκιζ-ντάνι (ταινία «Σκληρός Άνδρας»).

Να μου ζήσεις τσικ-λεβέντη μου με τις όμορφες τις βόλτες σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Απαντάται και στο γνωστόν άσμα «Έμαθα πως είσαι μάγκας»

[I]Έμαθα πως παίζεις ζάρια / πως είσαι χασικλής /
είσαι μάγκας τσικ, λεβέντης / νυχτοπερπατητής

Τουρνέ και τούρνε / τουρνέ και νέ, / πες το βρε μάγκα / μου το ναι[/I]

Αν και έτσι όπως το βρήκα γραμμένο δεν ξέρω αν λέει τσικ λεβέντης ή μάγκας τσικ, λεβέντης

Γενικώς, το τσικ χρησιμοποιείται με την έννοια του πολύ. Ξέρει κανείς την προέλευση;

#2
HODJAS

Μήπως είναι σαν εκείνο του Μηλιώκα, που λέει:
[I]Το τηλέφωνό σου τώρα έχει αλλάξει
το μικρό μας στέκι έγινε μπουτίκ
μια βραδιά σε είδα σ' ένα αμάξι
τακτοποιημένη, με παρέα τσίκ...[/I]
(Εδώ γελάμε)

#3
Vrastaman

Προέλευση; Από την φίλη γείτονα, ή μήπως κάτι πιο γκέϊ όπως chic;

#4
patsis

Το «πολύ» στα τουρκικά είναι «çok», στα ποντιακά ελληνικά είναι «τσιπ» (π.χ. «τσιπ καλά»=«πολύ καλά»). Σύμφωνα δε με τα παραπάνω, το «τσικ» στα (ελλαδίτικα;) ελληνικά σημαίνει «πολύ». Παραπλήσιες αλλά διαφορετικές λέξεις με την ίδια σημασία, δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη - άλλωστε δεν ξέρω και τουρκικά.