Μονάδα μέτρησης της φούντας. Μια μπάμια ήταν ένα αλουμινόχαρτο ή νάιλον φακελάκι με μια σχετικά μικρή ποσότητα φούντας, που υποτίθεται ότι ήταν ζυγισμένη και έκανε ακριβώς όσο πρέπει. Άλλοι έδιναν μπάμιες του διχίλιαρου, άλλοι του ταλήρου κ.ο.κ. Βέβαια η σχέση τιμής - ποσότητας στην πραγματικότητα εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη σχέση πελάτη - εμπόρου.

Τις μπάμιες δεν τις έφερναν μόνο τα βαποράκια, τις έβρισκες και επιτόπου, κυρίως σε καταυλισμούς Γύφτων. Δεν χρειαζόταν να τους ξέρεις, ούτε να έχει προηγηθεί συνεννόηση. Απλά, θα σε γελούσανε. Και ήταν και καρφωμένα στέκια. Άρα, μία ασύμφορη λύση, μόνο για περιπτώσεις ανάγκης.

Δεν ξέρω αν όλα αυτά γίνονται ακόμη.

Δεν ξαναπάω στους Γύφτους. Καλύτερα να μην πιω, παρά όλη τη λαχτάρα που τράβηξα στο πιο καρφωμένο στέκι της Αττικής, για δυο μπάμιες που τις πλήρωσα χρυσές κι ήταν και Αλβανία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία