(Σκωπτικά): Η εύπορη, όμορφη και ακατάδεχτη κοπέλα, κατά τον Σκαρίμπα. Βλ. βου-που / μπι-πι, αρχοντομούνα, κυριλογκόμενα κτλ.

Βασικά, κυκλοφορεί Κολωνάκι, αλλά μένει και προάστιο άμα λάχει. Απ' αυτές που πήζουν τη Σκουφά στην εμφιάλωση (μποτιλιάρισμα), όταν κοιτούν με τα κιάλια της όπερας τα συνολάκια στις βιτρίνες μέσα απ' το λαντ-ρόβερ, διότι νομίζουν ότι κατεβαίνουν για σαφάρι στο κέντρο.

Έχουν τα γυαλιά ηλίου για στέκα.

— Πήγα για καφέ στο Φίλιον τις προάλλες και κάνανε μιάμιση ώρα να μου φέρουνε νερό.
— Αφού δεν υπάρχεις ρε φίλε. Το κατάστημα είναι μαγαζί, μόνο για τίποτα μοσκομούνες, λούγκρες και κάτι παρ' ολίγον καλλιτέχνες. Τους πεθαμένους θα κοιτάξουνε τώρα;

Ακόμη: παγόμουνο. Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Hank

Πόσο χαίρομαι που αυξάνονται οι μούνες! Και πολύ ωραίος ορισμός!

#2
vikar

Χότζας, δώσε ρ' εσύ παραπομπή στον Σκαρίμπα, πού το γράφει αυτό;...

#3
HODJAS

Αν θυμάμαι καλά, στο «1821 και η Αλήθεια»

#4
Sir Demetrius Sui generis

Αναρωτιεμαι πως και επι ΕΣΣΔ ζωσης δεν πηρε και αλλη εννοια:

Μοσχα +κομουνα =;

#5
Galadriel

Έχουν τα γυαλιά ηλίου για στέκα.

#6
jesus

ρησπεκ