(Κλασσική αργκό): η φυλακή (μετωνυμία).

Προέρχεται από το πλεχτό (σταυροειδές) μαντεμένιο κάγκελο στα παράθυρα των κελιών των φυλακών.

Συνώνυμα: μπουζού, φυλάκα, κάγκελο, στενή, φρέσκο, ψειρού, γκιζντάνι, σύρμα, σχολείο, κατηχητικό κ.α.

Σχετικό ρεμπέτικο: ... και με κάνουν τσακωτό, με τραβούνε στο πλεχτό... (Μ. Βαμβακάρης «Χτες το βράδυ στο σκοτάδι»).

Είδες πώς κατάντησε ο Γιάννης, ύστερα από τρία χρόνια στο πλεχτό; Απόχτησε και τα τρία βίτσια της φυλακής: πούστης, χαφιές και χοντρός ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία