σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Ο ό,τι νά 'ναι, ανώνυμος, τυχάρπαστος.

-Μου χάλασε το στέρεο. -Ε, σου 'πα να μην πάρεις μάρκα Σκορδομπούτσογλου...

Δες και -ογλου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία