Αφασία φυσικά πρόκειται για ιατρικό όρο που ορίζει ότι κάποιος είναι σε καταστολή και μηχανικά υποβοηθούμενος αν το πάμε βαρύτερα.

Ενώ ένα άτομο καραφλιάζει όταν έχει πάθει την πλάκα του και ξαφνιάζεται σε υπερθετικό βαθμό, ο αφασίας ό,τι και να γίνεται δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.

Aπό ΔΠ και o Slangus formerly known as Ηank.

Καραφλιασμένος γείτονας: Ρε συ, τι κάνεις εδώ ρε, το σπίτι σου δεν το βλέπεις, έχει πιάσει φωτιά ρε;
Αφασίας: Ε και;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Αφασία στο flip side δικέ μου!
(Κάπου πρόσφατα το πήρε το μάτι μου αυτό για πρώτη φορά μετά το 1985)

#2
Khan

Μπράβο άουτο!
Ασφάλουσλυ, εγώ διέσπειρα και το χαρρυκλυννικό «αφασία στο flip side δικέ μου» (Έθνος Ανάδελφον). Ξέρει κανείς να το ερμηνεύσει;

Ετυμολογικά: αφασία < α (στερητικό) + φημί.

Δηλ. είναι αυτός που στερείται την ιδιότητα της ομιλίας. Με την καλή έννοια αυτός που περιέρχεται σε υπερβατική κατάσταση άρρητων ρημάτων, ή στην περίπτωσή μας άρρητων λημμάτων.

#3
Επισκέπτης

flip side = η β' πλευρά του 45αριού, με το λιγότερο καλό τραγούδι

#4
vikar

Σωστός ρε αυτοκτό. Κλασικότατο.