Χάνω την ψυχραιμία μου και τα παίρνω, όλα εξ αιτίας κάποιας παρεξήγας. Αφορά κυρίως ευέξαπτους άνθρωπες. Η κλασική αυτή μεταφορά ίσως να προήλθε εκ του «αρπάζω φωτιά».
Η ενδεικνυόμενη αντιμετώπιση όσων έχουν αρπαχτεί είναι: παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!
Βλ. και πιάνομαι.
6 σχόλια
johnblack
Λέμε επίσης:
- άρπαξε το φαΐ
- άρπαξα ένα πούτσο
- άρπαξα μια σφαλιάρα
- άρπαξα απ' τον ήλιο (έγκαυμα)
- άρπαγμα: ψυχοπνευματικός ντουβρουτζάς από χρήση ντραγκς, συνήθως από κακό τριπάκι (lsd).
allivegp
Όταν λες «ντοβρουτζάς»; ΈΧει καμιά σχέση με τη (διαφιλονικούμενη) Βουλγαρική επαρχία της Δοβρουτσάς;
Khan
Όντως, ξέρει κανείς προέλευση του ντουβρουτζάς;
Khan
Κι επίσης τι συνέβη με το μήδι;
johnblack
Ο ντουβρουτζάς είναι μια κα-τα-πλη-κτι-κή έκφραση, που δυστυχώς δεν έχει τύχει του ανάλογου ορισμού. Τη λες και γεμίζει ο στόμας σου, σε βαθμό που σε λίγες λέξεις συμβαίνει. Νομίζω πως είναι καλιαρντή, χωρίς όμως να κόβω και την ψλ μου. Από τους λίγους όρους της διαλέκτου αυτής που διαδόθηκαν ευρύτερα. Το σημασιολογικό του εύρος είναι εξίσου εντυπωσιακό. Η απόλυτη αποθέωση είναι οταν συνδυάζεται με λόγιες εκφράσεις, όπως στο παράδειγμά μου («ψυχοπνευματικός ντουβρουτζάς», το έχω ακούσει από κολωνακιώτισσα ματρόνα). Κάτι ανάλογο συμβαίνει αν θυμάστε με το σαλονικιώτικο ντεμέκ, π.χ. ντεμέκ διαπολιτισμικότητα, ντεμέκ προβληματοθεσία κλπ.
Vrastaman
Johnny, αναμένουμε να πραγματευτείς το λημματούθκι δεόντως!