Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
AN21

Και μετά σου λένε «Μάνα είναι μόνο μια»!
Επίσης μάνα στη γλώσσα των ψαράδων είναι ένα είδος σκουλικού.

#2
iron

μπράβο μαυρογιάννη, πολύ καλή δουλειά.

#3
knasos

Η μάνα εν κρυον νερόν και στο ποτηρ´ επιέτω

#4
Khan

Πολύ καλό! Ξέρει κανείς για το «μάνα» ως ρεμπέτικο/ λαϊκό τραγουδιστικό επιφώνημα το στυλ «ξαναμανα», ή «μάνα» όπως «άλα», «δώσε» κτλ;

#5
HODJAS

Εξαιρετικό!
Να πώ την αλήθεια, τη μάνα του πλοίου την ήξερα, αλλά δεν την είχα συσχετίσει ποτέ με τον Ύπαρχο.
Πάντως, αν ίσχύει, είναι εύστοχο, αφού συνήθως ο Ύπαρχος είναι ο κυρίως υπεύθυνος για το πλοίο και γι' αυτό είναι σκύλος μαύρος σε θέματα νόμου-τάξης-πειθαρχίας-συμπεριφοράς (βλ. ομώνυμα σήματα), ενώ ο Κυβερνήτης παρουσιάζεται ως ο μακρόθυμος πατέρας «άσε τα παιδιά» κλπ, αφού έχει γαϊδουροδέσει.
Αν ο Ύπαρχος είναι σόφτ, τότε αντιστοίχως ο Κυβερνήτης είναι ντόγκ. Είναι δε πιθανότερο να είναι κι οι δυο μούλοι, παρά και οι δυο καλά ανθρωπάκια, που ακόμα κι αν γίνει, θα είναι για συντομότατο χρονικό διάστημα, αφού ο ένας απο τους δυο θα πάρει μετάθεση/απόσπαση κλπ και θα αντικατασταθεί απο μούλο, ώστε να αποκατασταθεί η μέρφεια νομοτέλεια...
Άλλωστε, «καράβι κουμαντάρεται χωρίς τον καπετάνιο- μα πάει στον πάτο σούμπιτο χωρίς να' χει ρουφιάνο» (βλ. τραγούδι Βασίλη Νικολαΐδη «Της γαλάζιας θάλασσας η απεραντοσύνη»)!

#6
Galadriel

Ωραίος τζονμπλάκ, γαμάει ο ορισμός. Αναφορά στο «τι σου κάνω μάνα μου» δεν είδα αλλά είναι τόσο πλήρες που σε σχωράω.

#7
johnblack

Xότζα μου είναι καρατσεκαρισμένο, ο κολλητός μου είναι αρχικελέας, κοντεύει 15ετία στα σίδερα. Το παράδειγμα 2 είναι δικό του, ορίτζιναλ. Και όλα τα άλλα που λες περί καλού μπάτσου-κακού μπάτσου ισχύουν.

#8
BuBis

@Khan μπορεί να παίζει και από το αμαναμαν του αμανέ...

#9
HODJAS

Πάσο! Εμένα ένα σπειρωτό φιλαράκι μου είναι ντοκόσαυρος ο πούστης, λόγω ειδικότητας...

#10
HODJAS

@Μες: Αναφέρεσαι στη γνωστή ερωτική κραυγή του Οιδίποδα;

#11
Galadriel

Μπα Χάρυ Κλυν είναι: «Τί σου κάνω μάνα μου», «Μάνα μου τουρκογύφτισσα», «Ένα και να καίει», «Έτσι. Αγαπάει. Ο Πειραιάς.». :-P

#12
electron

τους καλούς βαθμούς δεν τους δικαιολογώ

#13
patsis

Κορυφαίος ορισμός του Αυγούστου 2009, σύμφωνα με την αυτοματοποιημένη αναφορά του slang.gr, βασισμένη στην έως σήμερα βαθμολόγηση.

#14
vikar

Εκτός απ' τα 3 και 4, σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, η μάνα μιας πίστας είναι ο τελευταίος (και δυσκολότερος) αντίπαλος που πρέπει να νικήσεις για να περάσεις πίστα.