Η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός, όπως την αποκαλούν όσοι σνομπάρουν το επάγγελμα, τους μετανάστες, τις κοντές γυναίκες, τους ευγενικούς, χαμογελαστούς, χαλαρούς και χαμηλών τόνων ανθρώπων, τα πάντα όσα δεν είναι σαν αυτούς (/-ές).

Βλ. και πάκι (2), πακίνι, αλβανό / αλβανά...

Ντισκλέιμερ περιττό, ελπίζω.

Εμ βέβαια, χρυσή μου, πώς να μάθει το παιδί σου σωστά ελληνικά με την Φιλίππα που του έχεις για νταντά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

-Μη σκας χρυσή μου θα τα μάθει στο σχολείο, ουγκ.

#2
iron

ήταν οι οικιακές βοηθοί που προτιμούνταν στα βόρεια προάστια κατά τα έρλι ογδόνταζ. Το να έχεις ελληνίδα τότε ήταν άκρως ντεμοντέ και λαίκό. Ακόμα φοριούνται από τα Βου Που, από τα ψάθινα καπέλα κττ.