Κολλάω με κάτι / κάποιον που με προβληματίζει ή πού δεν μπορώ να θυμηθώ ή που μου αρέσει ιδιαίτερα. Ως εκ τούτου διακόπτεται η φυσιολογική πορεία των πράξεων ή σκέψεών μου.

  1. - Τι κάνει ο Γιώργος;
    - Τώρα τελευταία έχει σκαλώσει άσχημα με μια γκόμενα και δεν μιλάει για τίποτ' άλλο. Άρα καλά είναι.

  2. Ρε συ, κάπου τώρα δεν είναι τα γενέθλια της Αντωνίας; Έχω σκαλώσει και δεν μπορώ να θυμηθώ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
HODJAS

Στην Πάτρα σημαίνει και στέλνω τη μπάλα στα μνήματα λόγω τσαντίλας.

#2
iron

Να προσθέσω και την έκφραση είναι συνήθως «τρώω σκάλωμα», συνώνυμη του τρώω κόλλημα.

Επίσης, την σήμερον χρησιμοποιείται περισσότερο το σκαλώνω / τρώω σκάλωμα απ' ό,τι το κολλάω / τρώω κόλλημα, κάτι παρόμοιο με αυτό που έχει συμβεί με τις λέξεις φάση (σε φάση) και δόση.

θα άξιζε ίσως να συλλέξουμε τις μετεξελιγμένες εϊτίλες, πώς το βλέπετε;