Όταν κάτι πηγαίνει στραβά ή όταν γίνεται μια μαλακία τέλος πάντων.

  1. - Έχασα το κινητό μου προχτές... - Κωλίλα ρε φίλε...

  2. Παίχτηκε κωλίλα το πρωί... έχασα το αεροπλάνο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

δεν μπορώ παρά να επικροτήσω την επέκταση της μεγάααλης αυτή έννοιας προς άλλες σημασίες, καλώστονα, καλή αρχή έκανες!

#2
Galadriel

Λιτός και περιεκτικός.

#3
allivegp

Συνώνυμο δηλαδή του κωλοκατάσταση ή σκατάσταση (shituation).

#4
patsis

Λοιπόν, εμείς στο Γυμνάσιο-Λύκειο πού και πού λέγαμε «έπαθα μια μουνίλα!». Πάντα νόμιζα ότι ήταν μια παραφθορά της μουνόπλακας σε συνδυασμό με την νίλα, η οποία παραφθορά δεν λεγόταν αλλού. Προφανώς έκανα λάθος.