Πιστοποίηση ως πούστης, το πέρασμα από τον μπλε κόσμο στον ολίγον ροζέ ή στον κόσμο της «πουστιάς».

Όταν η έκφραση λέγεται από στρέϊτ, υπονοεί α)τη στιγμή συνειδητοποίησης για έναν άνδρα, ότι η μπάρμπι είναι το σωστό δώρο που πρέπει να του είχε φέρει ο Αγ. Βασίλης, και όχι μια μπετονιέρα.
β) την έκπληξη όταν κάποιος που θεωρούσες ντεκλαρέ, το γυρνάει και σου τη φέρνει, και τελικά καταλαβαίνεις ότι επρόκειτο περί οχιάς, και δη διμούτσουνης.
Στην παρούσα περίπτωση, η ολοκληρωμένη έκφραση είναι «πουστοποίηση του ανδρός».

Όταν ο όρος χρησιμοποιείται από «τρίζοντες την όπισθεν», γίνεται στην προσπάθεια τους να χρυσώσουν το χάπι. Κάνοντας την ανάγκη αρετή, προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν αποτελούν μειονότητα, αλλά ανήκουν στην πλειοψηφία. Δηλαδή βγάζουν το σύνολο των ανδρών πούστηδες, αισθανόμενοι εκείνοι πρωτοπόροι και ωραία με τον εαυτό τους!!!

- Ρε το σκουλήκι ο Λάκης, δεν το περίμενα με τίποτα ότι θα μου την έφερνε πισώπλατα. - Απίστευτο.
- Να το παίζει φίλος τόσα χρόνια, να τρώμε και να πίνουμε, να τον βοηθήσω να σταθεί επαγγελματικά, κι αυτός να ξηγιέται έτσι ρε μαλάκα. Να με θάβει πίσω από την πλάτη μου. - Ήταν βαρύ αυτό που έκανε. Σεβάσου ρε μαλάκα την δύσκολη στιγμή που περνάει ο φίλος σου. Μόνο βγαίνεις και κάνεις βούκινο, ότι ο φίλος σου είναι κοντά στη χρεωκοπία, και μην του πηγαίνετε δουλειές, γιατί θα σας τη φέρει...
- Μιλάμε για την πλήρη πουστοποίηση του ανδρός. Του τη φυλάω όμως. Θα το βρει αυτό που έκανε

- Καλός ο Παπαδέας στο θέατρο χθες.
- (φίλος gay) Ας μην κάθιζε σε δυο τρεις γριές του χώρου και θα σού 'λεγα εγώ....
- Κάτσε ρε Τασούλη. Δεν έχεις αφήσει και κάποιον ήσυχο! Πουστοποίηση της ανθρωπότητας έχεις κάνει! Νταξ, ο καθένας με τον πόνο του.

- Ο Μάκης είναι πούστης ρε; Και δεν του φαινότανε!
- Και παλιός. Νομίζω ότι η πουστοποίηση του έλαβε χώρα στο σχολείο. Ήταν ζευγαράκι από τότε με ένα συμμαθητή του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

μα αν εισαι στην πλειοψηφια πως εισαι πρωτοπορεια;

#2
aias.ath

Πρωτοπορία<πρωτοπόρος, συνεπῶς ι.
Πορεία<πορεύοπμαι, συνεπῶς ει.