κίναιδος. Καλιαρντὴ λέξις, διεισδύσασα καὶ στὴν κοινὴ νεοελληνική.

Πιθανὴ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ «κολομπίνα», διὰ παραφθορᾶς. Ὡς γνωστόν, στὰ καρναβάλια, γαϊτανάκια κτλ εἶχαν οἱ κίναιδοι πρωτοκαθεδρία, τοὐλάχιστον πρὸ τῆς «θεσμοθετήσεως» τῶν πουστοπαρελάσεων.

Μερικοὶ νεώτεροι παραπλανητικοὶ τύποι:

  • Λοῦμπα, κατ' ἀναλογίαν τοῦ κουφάλα > κόφα τῆς κουτσαβακικῆς.
  • Λούμπω, παρομοίως, ἀλλὰ μὲ ἐναλλακτικὴ θηλικὴ κατάληξι κατάληξι, κατὰ τὸ Μάρω κλπ.
  • Λουμπέσκω, μὲ ψευδορουμανικὴ κατάληξι.
  • Λουμπουνιά, ἐπὶ τὸ χονδροειδέστερον. Νὰ μή συγχέεται μὲ τὸ
  • λουμπινιά = πουστιά, κυρίως μεταφορικῶς.

Λουμπινίστικα καὶ Φραγκολουμπινίστικα εἶναι τὰ καλιαρντά.

Σημ. Οἱ λέξεις λοῦγκρα, λουγκρέτα, λουκρητία κλπ, ἐνῷ ἔχουν ἴδιο νόημα καὶ ἐπίσης ἀρχίζουν μὲ λου, δὲν φαίνεται νὰ συνδέονται ἐτυμολογικῶς. Τὸ λουκία (μὲ μικρὸ λ) εἶναι ἄσχετο καὶ σημαίνει γυναῖκα ἐλαστικῶν ἠθῶν.

Κυριότερη χρῆσις εἶναι σὲ ἀγοραῖα κραξίματα τοῦ τύπου:

«Ἀλάργα μωρὴ λουμπίνα (λοῦμπα κλπ)»

Τὸν τύπο «λουμπέσκω» ἔχω ἀκούσει μόνο σὲ ἀφηγηματικὸ λόγο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Καρασπέκ!

#2
BuBis

Φυσικά παίζει ναναι και από την σανσκριτική ρίζα lumb που σημαίνει βασανίζω αλλά λέω να μην το παραγαμήσω...

#3
Galadriel

Κολομπίνα είναι η κοπέλα από την Κολομβία. Η Σακίρα που λέει ο λόγος. Για να ξέρετε δηλαδή. Δεν πιστεύω να πιάνεται για λήμμα αυτό;...

#4
BuBis

Colombia στα Ισπανικά η χώρα, Columbia στα Αμερικάνικα. Colombus στα Αμερικάνικα ο Κολόμβος, Colon στα Ισπανικά...

Μήπως υπάρχει καμμία παρεξήγηση εδώ και αιώνες και δεν το'χουμε πάρ'χαμπάρ';

Mes μου, η Κολομβιανή στα Κολομβιανά είναι Colombiana. Colombina στα Ιταλικά είναι το μικρό περιστέρι...

Nα προσθέσω ότι Paloma στην Κολομβία είναι και το περιστέρι και το παπάρι.

Οταν προσπαθώ να γράψω οτιδήποτε στα αγγλικά με ελληνικούς χαρακτήρες που αρχίζει με COL-, γράφεται ΨΟΛ-...

Πολλά μυστήρια!

#5
HODJAS

Πούλαγε ζεστή τουλούμπα, γι'αυτό έπεσε στη lumb-α...

#6
BuBis

Η οποία λούμπα είναι ο λάκκος όπου αλλάζουν τα λάδια στ'αμάξια (από το lube-lubricate), ένα είδος χουρδά δηλαδή για υγρά ή και από το λιπαντικό που χρησιμοποιούν διάφοροι και διάφορες της εξώλης και πανώλης για να λαδώνουν τα αποτέτοια τους (βούτυρο, βαζελίνη, λάδι, ροχάλα, ιιουυυ!).

Lupa στα καστεγίανικα, είναι ο μεγενθυτικός φακός, για γαριδάκια άραγε;

Ετυμολογικώς και στους δύο ορισμούς, την γαμήσαμε!

#7
Galadriel

Τελέρε Μπούμπη! Έπαθα μόρφωση (το τρία του ορισμού) κανονικά και με το νόμο... Σίγουρη την είχα την Σακίρα, μου το 'χε πει η φίλη μου η Λένα στο νηπιαγωγείο και μου 'μεινε (όχι για την Σακίρα, αυτή δεν υπήρχε ακόμα τότε, για τις κολομπίνες εν γένει μου είχε πει).

#8
BuBis

Κι αν είχαμε εδώ και τον Τζώνυ θα μας έπρηζε (με την καλή έννοια) για το ότι η colombiana είναι ένα συνώνυμο της κοκαίνης...

#9
HODJAS

Προκομμένη μου Σακίρα, πού σε βρήκα και σε πήρα;

#10
Επισκέπτης

#11
Επισκέπτης

Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. Προέρχεται από την ιταλική λέξη lupina υποκοριστικό της λέξης lupa που σημαίνει λύκαινα και υποδηλώνει την πόρνη.---

#12
protnet

Λουμπίνα = Λού-γκρα + Μπιν-ές
όπου:
Λούγκρα = Παθητικός ομοφυλόφιλος
Μπινές = Ενεργητικός ομοφυλόφιλος
Λουμπίνα = Ενεργοπαθητικός ομοφυλόφιλος

#13
protnet

Η παραπάνω εξήγηση θεωρείτο δεδομένη στον γκέι χώρο της Θεσσαλονίκης επί εποχής Αχού Ντουντού.

- Εσύ Σούλα είσαι λουμπίνα;
- Όχι καλέ! Παθητικιά εντελώς είμαι! Λούγκρα!

Τροποποιήθηκε από τη Σ.Ο. :
αναμορφοποίηση σε markdown
#14
deinosavros

Στα τούρκικα καλιαρντά lubunya / lubun = παθητικός ομοφυλόφιλος.

#15
deinosavros

Ψι(ω)λογαμήθηκε το λίνκι. γιατί άραγε;