Αφηγηματικό μη καλολογικό στοιχείο που απαντά σε μακροσκελείς προφορικές επικίλες τις οποίες απαγγέλουν γλωσσοκοπανίζοντα και αεροκοπανίζοντα θήλεα νέας κοπής με ακροατήριο όμοιές τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μόριο με το οποίο δηλώνεται το τέλος μιας κατά λέξη εξιστορούμενης συνήθως τηλεφωνικής συνομιλίας, σπανιότερα δε και συνομιλίας που είχε γίνει πρόσωπο με πρόσωπο.

Περ' από τη λειτουργία του αυτή ως ένα είδος προφορικής στίξης, το γεια γεια στο λόγο επιτελεί μια σειρά από δραματικές λειτουργίες. Προσδίδει παραστατικότητα αλλά και ένταση, καθώς πλεοναστικά υπερτονίζει τη λήξη της συνομιλίας ώστε να αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτή αποτελεί τομή στην έως τώρα πλοκή-αφήγηση. Έτσι παίζει κι ένα ρόλο προοικονομίας, καθώς αναπλάθει τη συνθήκη ευτυχούς άγνοιας για την επερχόμενη μοίρα των συνομιλητών που λένε αμέριμνοι κι ευγενικοί γεια γεια, προκειμένου η συνέχεια της αφήγησης να την ανατρέψει άρδην. Δημιουργείται, δηλαδή, κι ένα είδος τραγικής ειρωνείας, εφόσον στο άκουσμα και μόνο του γεια γεια ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι κάτι θα συμβεί στους ήρωες της συνομιλίας που δεν τους ήταν τότε διαυγές.

Μέσα από την απόλυτη περιττότητά του, μπορούμε να εντοπίσουμε στο γεια γεια την πληγή από την οποία ο σημερινός προφορικός λόγος ματώνει.

Είχαμε βγει με τον Κώστα, τη Μαρία και τη Φούλα, και ξέρεις τώρα, η Μαρία γουστάρει τρελά Κώστα, και μας τα είχε πρήξει τις προηγούμενες μέρες με τη Φούλα που ήμασταν, κι εκείνο το βράδυ είχε αρχίσει να προχωράει το πράμα, ήταν από κοντά όλο το βράδυ, χορούς και τέτοια, λέω πάει, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα κείνο το βράδυ γιατί ήταν να 'ρθει ο μπαμπάς της να τη δει το πρωί, αλλά για να μη κρυώσει η φάση προτείνω εγώ όταν φεύγαμε ξημερώματα λέω να μαζευτούμε το βράδυ σπίτι μου να δούμε τους απαράδεκτους το ντιβιντί κι έτσι, ξέρεις, για να την πάει μετά σπίτι αυτός, έτσι κι αλλιώς η Φούλα σπίτι μου θα μου ζητούσε να κοιμηθεί σε μένα κλασικά, τον παίρνω εγώ λοιπόν το απόγευμα κατά τις 6, που είχε έρθει η Μαρία από το σπίτι, μου λέει ξεναπάρε με πιο μετά, του λέω πες μου, θα 'ρθεις, μου λέει θα 'ρθώ, του λέω άντε σε περιμένουμε εννιά εννιάμισι, οκ; οκ μου λέει, γεια γεια... Χαρές η Μαρία, μέχρι που κατά τις 7 έρχεται μήνυμα σε μένα, λέει τελικά δε θα 'ρθω, κάτι μου έτυχε, εν τω μεταξύ η Μαρία γάμησέ τα, έπεσε άσχημα και καλά δεν τη γουστάρει καθόλου, παίρνω τη Φούλα να της το πω, εν τω μεταξύ την έπαιρνα όλη μέρα το 'χε κλειστό, σε κάποια φάση το άνοιξε αλλά δεν απαντούσε, και είχα ανησυχήσει, γιατί το βράδυ είχε γίνει ψιλοσκατά, στην αρχή την έπεφτε αυτή στον Κώστα για πλάκα, μετά είχε βρει μια παρέα απ' τη σχολή, τελικά μαζί φύγαμε πάντως, τέλος πάντων μετά το είχε κλειστό όλη μέρα, την παίρνω στο σταθερό δεν απαντούσε, τι να κάνω, παίρνω τον Κώστα γιατί μένουνε πολύ κοντά, του λέω θα πας με τη μηχανή να δεις τι κάνει η Φούλα, μην έχει πάθει τίποτα, μου λέει οκ, του λέω πάρε με, μου λέει μην ανησυχείς, θα σε πάρω, γεια γεια... αν σε πήρε εσένα με πήρε κι εμένα, όλο το βράδυ τίποτα, ούτε απαντούσε στο κινητό, και η Φούλα που το 'χε ανοίξει για λίγο κι είχε πάρει τα μηνύματα κι αυτή κλειστό... Μαύρη νύχτα πέρασα με τη Μαρία, εν τω μεταξύ εγώ είχα καταλάβει, αλλά δεν έλεγα τίποτα, καταλαβαίνεις... Περνάνε δυο μέρες και τον βλέπω στη σχολή το απόγευμα στο κυλικείο, ενώ με τη Φούλα να μην έχουμε μιλήσει καθόλου, και κατευθείαν του λέω καλά του λέω, τι 'ν' αυτά που κάνεις; μου λέει τι; του λέω όταν σε πήρα προχτές με τη Φούλα ήσουνα, μου λέει τι δουλειά έχω 'γω με τη Φούλα, με ύφος, για ξεκάρφωμα, και του λέω εσύ τώρα είσαι άντρας και τότε άρχισε να μου τα χώνει, έλεγε κάτι μαλακίες που δεν τις θυμάμαι, αλλά μετά από λίγο άρχισε να γελάει μου λέει είσαι αλεπού, του λέω ναι, αλλά μ' αυτά που κάνετε εγώ φαίνομαι η ηλίθια και η παράξενη που χώνεται και ψάχνει, και τι γυρίζει και μου λέει ο μαλάκας, έλα λέει αφού σου αρέσω, του λέω είσαι ηλίθιος, ξεκόλλα του λέω, αυτός μετά έλεγε κάτι μαλακίες για μένα και τη Μαρία, του λέω μη μου ξαναμιλήσεις, μου λέει καλά, γεια γεια, και σηκώνομαι και φέυγω από το κυλικείο, κι από τότε δεν έχουμε ξαναμιλήσει, εν τω μεταξύ η Φούλα με παίρνει στο δεκάλεπτο, και μου έλεγε συγγνώμη, και ότι θα μιλήσει αυτή στη Μαρία, της λέω δε μ' ενδιαφέρει, είναι μαλάκας της λέω, μου λέει καλά θα τα ξαναπούμε το βράδυ γιατί έχω μάθημα, να μιλήσουμε της λέω, έχω πολλά να σου πω, ίσως για τελευταία φορά της λέω, ναι μου λέει, γεια γεια... Με παίρνει λοιπόν το βράδυ...

(το ως άνω ωτακουσθέν λάιβ και καταγραφέν υπό του χαλικούτου εις δημόσιον χώρον. Πραγματικός χρόνος διάρκειας εκφωνήσεως το πολύ ενάμισι λεπτό).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Jim Blondos

Συχαρητήργια... Προσέγγισες με φινέτσα θα έλεγα ένα ιδιαιτέρως απαιτητικό λήμμα!

#2
patsis

Στον ορισμό μεγάλε τις κάλτσες σου έγραψες πάλι. Το παράδειγμα ξεκίνησα να το διαβάζω αλλά θα το τελειώσω το απογευματάκι με τον καφέ.

#3
BuBis

Eγω θα το πάρω μαζί μου στα ταξίδια, να'χω κάτι να διαβάζω για να περνάει η ώρα ή να σκεπάζομαι όταν φυσάει τραμουντάνα...

#4
Desperado

Αστερίες Xali αν μη τι άλλο για την υπομονή στο transcript... Τώρα βέβαια από το transcript μου ήρθε το «scripta manent» και ο τρόμος ότι το άνωθεν θα παραμείνει δια παντός... Ορδές θήλεων νέας κοπής μουρμουρίζοντας το ως ευαγγέλιο θα μας στοιχείωνουν ως ερεινίες εις τον αιώνα των άπαντα αμήν... είπα αμήν και μου'ρθε, που'ναι ο Χεσούς; Είπα χεσους και θυμήθηκα... μπααα σαν το παράδειγμα πάει να γίνει το σχόλιο και είναι και αργά. Εύγε!

#5
vikar

Χαλικούτης, εξαιρετικό το παράδειγμα, νά 'σαι καλά.

#6
HODJAS

Nothing evades the watchful eye of Halley queue tea!

Το αξιοπρόσεκτο στις γκομενίστικες συνευρέσεις είναι, οτι στην ουσία δεν υπάρχει συνομιλία, αλλά δυο ή περισσότεροι μονόλογοι, αφού κανείς δεν προτίθεται να παίξει τον ρόλο του δέκτη-ακροατή, μάλλον διότι απαξιώνεται ως παθητικός ρόλος (όπως κάναμε μικροί που κανείς δεν ήθελε να κάτσει τέρμα).

Είναι βέβαια και το ζήτημα της έλλειψης χρόνου (π.χ. μιλάς με την συνεπιβάτη σου μέχρι ν' ανοίξει η πόρτα του λεωφορείου ή χτυπά το κινητό κλπ), χώρια τα μαραμένα κριτήρια επιλογής συναναστροφών (=σαββατοπαρέα).

Ομοίως ο τηλε-αποχαιρετισμός: ναι-ναι-ταλέμε-φιλάκια-φιλάκια-γειά-γειά...

#7
xalikoutis

Λιγάκι άσχετο, αλλά τα χιόνια που να ν τα περσινα.

Στα Σφακιά παλιά, όταν δυο ΑΓΝΩΣΤΟΙ μεταξύ τους άνθρωποι διασταυρώνονταν σε δρόμο στα χωράφια ή σε μονοπάτι στο βουνό, όφειλαν να ακολουθήσουν πρωτόκολλο. Αν κουβαλούσαν κάτι το άφηναν (σακί, δεμάτι, ό, τι - μετά τη στιχομυθία το ξαναφορτώνονταν), και ακουμπώντας τα αντιβράχιά τους στην κατσούνα (την κρητική γκλίτσα), αντάλλασσαν τα εξής λόγια.

- Γεια σου κουμπάρε!
- Γεια σου κουμπάρε!
- Και για πού το λέεις κουμπάρε; [πού πας;]
- Όθεν-γ-κειά [«προς τα κει» δείχνοντας με την κατσούνα την φανερή κατευθυνσή του«]. Και για πού το λέεις κουμπάρε του λόγου σου;
- Όθεν-γ-κειέ [δείχνοντας ασαφώς με την κατσούνα την - φανερή έτσι κι αλλιώς, και αντίθετη - κατεύθυνση].
- Ε, ώρα καλή κουμπάρε!
- Ώρα, καλή!

Ύψιστη ευγένεια και διακριτικότητα.
Εμελαγχόλησα. Φχαριστώ τον βικαρ για το μοντούλισμα.

#8
vikar

Το παράδειγμα όμως, είναι τόσο εξαιρετικό που με κάνει τώρα ν' απορώ περιτίνος ακριβώς ο ορισμός.

Όπως στέκει στο παράδειγμα, και κυρίως κατα το σημείο του ορισμού οπου γίνεται πολύ εύστοχα λόγος για προφορική στίξη κατα την αναπαράσταση διαλόγου, καταλαβαίνω (και έχω ακούσει και πεί πάμπολλες φορές) το εξής:

[...] του λέω «πες μου, θα 'ρθεις», μου λέει «θα 'ρθώ», του λέω «άντε σε περιμένουμε εννιά εννιάμισι, οκ;» «οκ» μου λέει, «γεια» «γεια»... απ' το παράδειγμα επάνω

Δηλαδή, το πρώτο γειά, και καλά το λέει η ομιλήτρια, το δεύτερο ο συνομιλητής της μές στην αφήγηση.

Στο ίδιο σχήμα υπακούν και τα «όκέι;» «όκέι» που βρίσκονται λίγο πρίν στην παράθεση, αλλα και άλλα που λέμε καθημερινά, πιχί «και του λέω ''όκέι, να τους την πέσουμε, αλλα εγώ θα πάρω το μελαχρινό, εντάξει;'', ''εντάξει''».

Απ' την άλλη, υπάρχει όντως ένας διπλασιασμός της χαριτωμενιάς, σύμφωνα με το πνεύμα της πρώτης παραγράφου του ορισμού, που δέν είναι ακριβώς αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Χότζας πρίν στο σχόλιό του, αλλα είναι συγγενικό (προσέξτε τον τονισμό): γειά-γεια, τσάο-τσαο και λοιπά. Αυτό που λέει ο Χότζας (που δέν απαντιέται μόνο σε τηλεφωνικά κλεισίματα της κουβέντας, αλλα και σε διαζώσης) έχει περισσότερο να κάνει με τη φύση του κλεισίματος αυτού καθαυτού, η οποία επικυρώνεται θά 'λεγες με την επανάληψη και παράταση της τελευταίας-τελευταίας λέξης --όπως κλείνεις ένα μουσικό κομμάτι αφήνοντας την τελευταία νότα να διαρκέσει ωσπου να σβήσει απο μόνη ενα πράμα.

Το λήμμα λοιπόν δέν είναι απλό.

[τί σου βγάζει ρε πούστη μιά απομαγνητοφώνηση...]

Τροποποιήθηκε από τη Σ.Ο. :
αναμορφοποίηση markdown
#9
HODJAS

Σωστή η παρατήρηση Βίκ.

Μπορεί εν τέλει και να αποδίδεται σε fade out, προκειμένου να παρατείνει την συνδιάλεξη, όσο περισσότερο επιτρέπει ο χρόνος.

Γκρινιάρης γαρ, χωρίς την άλλη ματιά του Βίκα και την γαλήνη του Χαλ, το πρώτο που μου' ρθε ήταν η παραπάνω (αρνητική) εκδοχή...

#10
iron

είναι όπως το ciao-ciao που λένε πολύ οι ελβετοί.