Ο καρεκλοκένταυρος, ο κλασικός δημόσιος υπάλληλος, αλλά και ο διευθυντής, γενικά αυτός που κατέχει κάποια θέση σε υπηρεσία ή φορέα δημόσιο ή ιδιωτικό, π.χ. έφορος, διευθυντής τράπεζας κλπ.

  1. Ρε μαλάκα, σου λέω γίναμε ρεζίλι, πήγαμε με τα σπορτέξ και μέσα ήταν γεμάτο κουστουμάτους και καρεκλάτους, διευθυντές και τέτοια. Όλοι πακέτοι και μεις ρέστοι· ρεντικότες γίναμε σου λέω!

  2. Πήγα για να δηλώσω την τράκα και έπεσα σ' έναν καρεκλάτο, μού 'σπασε τ' αρκίδια, γάμησέ με ρε συ, σου λέω! Τρεις ώρες, κεφάλι μού 'κανε.

Chairman (από panos1962, 05/11/09)

Δες και -άτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

#2
Khan

Κάνει και καρεκλάτο;