Η χειρωνακτική εργασία του μάστορη η οποία γίνεται σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά αποφέρει σπουδαία αποτελέσματα.
- Καλά, σου λέω έκανα ένα μερεμέτι στον Κωστή άλλο πράγμα!
- Τελέρε παιδί μου!
Η χειρωνακτική εργασία του μάστορη η οποία γίνεται σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά αποφέρει σπουδαία αποτελέσματα.
- Καλά, σου λέω έκανα ένα μερεμέτι στον Κωστή άλλο πράγμα!
- Τελέρε παιδί μου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
5 σχόλια
Hank
Τουρκική λέξη «μερεμέτ», παρόμοια σημασία.
electron
να σε μερεμετίσω, σημαίνει και το «προφανές»
gaidouragathos
Δέτε καλαφατίζω ναπιάσετε το νόημα.Κάτι μου λέ οτι ο αυτοκτώ (σαν Κοκτώ) το ξέ.
iwn
meremet είναι η πρόχειρη επισκευή, η πρόχειρη επιδιόρθωση
iron
και ως εκ τούτου η μπούρδα, η αρλούμπα.