Τεμπελιάζω τόσο, ποὺ περνῶ στὴ διαδικασία τῆς ψυχοσωματικῆς σήψεως, μουχλιάσματος, ἀπὸ ἀκινησία.

Ἡ ἀναλογία τοῦ στασίμου νεροῦ, ποὺ μουχλιάζει, εἶναι προφανής, (πρβλ καὶ τὴν ὑβριστικὴ προσφώνησι μοῦχλα γιὰ τὴν τεμπέλα, ὀκνὴ καὶ ἀνοικοκύρευτη γυναῖκα, καὶ κατ' ἐπέκτασιν γιὰ ἄνδρα).

Τὸ σήπομαι ἔχει κανονικὰ τὶς ἑξῆς σημασίες: ἀποσυντίθεμαι, διαπυήσκομαι, ἀπονεκρώνομαι, παθαίνω γάγγραινα, εὐρωτιῶ (μουχλιάζω).

Τὸ σαπίζω (ἐνεργητικὸ καὶ μέσο ρῆμα) προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς θέμα «σαπ-» τοῦ σήπ-ω / σήπ-ομαι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο σχηματίζεται καὶ τὸ ἀπαρέμφατο σαπ-ῆναι καὶ ὁ δεύτερος ἀόριστο ἐ-σάπ-ην.

Μεγάλο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἀναλογία μὲ ταυτόσημες ἐκφράσεις τῆς γερμανικῆς: faul σημαίνει τεμπέλης καὶ σάπιος/μουχλιασμένος. Faulenzen σημαίνει τεμπελιάζω καὶ σαπίζω/μουχλιάζω. Προφανῶς, στὴ γλῶσσα αὐτή δὲν μπορεῖ νὰ διακριθῇ ἡ μία σημασία ἀπὸ τὴν ἄλλη, συνεπῶς δὲν τίθεται θέμα slang.

- Τί γίνεται ρέ; Τί κάν᾿ς;
- Τίποτα ρέ! Μαλακίες· σαπίζω.

- Πήγαμε διακοπὲς στὴ Σέριφο. Δέ σοῦ λέω τίποτε· σαπίσαμε ἀπ' τὴν ξάπλα, μεγάλε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
panos1962

Παίζει και το «θα σε σαπίσω», «μας σάπισε» κλπ, με την έννοια του «θα σε γαμήσω», «μας γάμησε» κλπ. Είναι γνωστές, εξάλλου, εκφράσεις του στιλ «τον σάπισε στο ξύλο», «τους έχει σαπίσει στο τρέξιμο», «μας σάπισε στο διαγώνισμα» κλπ που σημαίνουν υπερβολή στο ξύλο, στο τρέξιμο, στο διαγώνισμα κλπ. Εκφράσεις όπως «με σάπισε στον πούτσο», «τον σάπισα στο γαμήσι» και τα συναφή δεν είναι, οπωσδήποτε, δόκιμες.

#2
Επισκέπτης

Και για οσους εχουν υπηρετησει στις Σαπες, πολυ πηξιμο!

#3
Galadriel

Αυτό το ΜΧΣ θα πει μη χέσω ορ σάμθινγκ (ετς από περιέργεια...).

#4
panos1962

Εγώ να αρωτήξω πώς βγαίνει (τεχνικά) αυτό το ΜΧΣ εκεί που πρέπει να εμφανίζεται όνομα χρήστη; Και συγγνώμη που ενοχλάω.

#5
mariahomorfi

ειναι μοδα να γραφουμε αρχαιοπρεπωσ;

#6
Επισκέπτης

Πώς βγαίνει τεχνικά; Γράφεις ΜΧΣ εκεί που λέει «Το όνομά σας».

ΥΓ το παρόν από Μες, να ξέρεις κουράστηκα να κάνω αποσύνδεση και σχολιασμό ως Επισκέπτης, αλλά ήταν μια κοινωνική προσφορά κιέτσ'.

#7
vikar

Σωστός και πάλι ο αίας, παρόλο που ήδη είχε οριστεί η έννοια.

Πανοξηνταδύο, υπάρχει η δυνατότητα να αφήσει κάποιος σχόλιο χωρίς να είναι χρήστης (ή χωρίς να έχει κάνει λογκίν). Σ' αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιλέξει κάθε φορά ότι του κατέβει για «όνομα».

#8
Khan

You faul ; Μπηκόουζ ;

#9
HODJAS

Στη στρατιωτική αργκό «κάνω σάππινγκ»=ψοφολογάω (κατά τα γόπινγκ, τσάπινγκ, φύλλινγκ, ψώλλινγκ κλπ).
Να μη συγχέεται με το εγκλέζικο sapping/sapper=σκαπανεύς με φορητό πτυοσκάπανο, γιατί αυτός το μόνο που δεν κάνει είναι να κοιμάται...

#10
Επισκέπτης

Μία ἀκόμη ἔννοια τοῦ «σαπίζω» ποὺ μόλις θυμήθηκα: Καταναλίσκω ὁλοσχερῶς τρώγοντας, κατατρώγω (κυριολεκτικῶς μόνο), συνώνυμον τοῦ «τσακίζω» (πάντα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ τρώγω).

Παράδειγμα
(Στὸ ψάρεμμα δὲν εἴχαμε βρεῖ τίποτε ἄλλο, ἀπὸ ἕνα κοπάδι κεφάλους. Στὸ τραπέζι λέει φίλος ποὺ δὲν συμμετέσχε:)
_Καλὰ ρὲ νούμερα, κεφάλους βαρέσατε; Ψαριά εἶν' αὐτή; Πᾶτε καλά;
_Ντάξ ρὲ «Λάκη», σάπισέ τα τώρα, καὶ μετὰ διαμαρτύρεσαι.