Το ρήμα ξιταφάω-ξιταφώ σημαίνει αναδίδω μια εξαιρετικά διαπεραστική δυσωδία, ως από στάβλου.

Χαρακτηριστικός τύπος που ξιταφούσε μονίμως, ήταν (είναι;) ο Μήτρος από το Φ'λί (Φελλίον) Γρεβενών, που πριν από 30 χρόνια ερχόταν τα απογεύματα με μια μπάλα παραμάσχαλα στο γήπεδο του Πυρσού Γρεβενών και τραβούσε τσουκίδες σε κενό τέρμα, πανηγυρίζοντας έξαλλα κατόπιν για τα τέρματα που πετύχαινε.

Αν και βρισκόταν τότε στα 30 φεύγα, αναζητούσε (ως άλλος Βέρθερος) να παίξει μπάλα μαζί με τη μαρίδα, μόνο που δεν το πετύχαινε ποτέ, γιατί κανένας δεν του είχε μιλήσει ποτέ για το Ρεξόνα, και η πιτσιρικαρία ήταν αδυσώπητη στο ποιον αποδεχόταν σαν μέλος της και ποιον απέρριπτε.

Συνώνυμα: ζέχνω, ζωοκοπώ, βρωμώ

— Σε πήρε η μπόχα; Τι είναι αυτό που ξιταφάει; Μήπως ήρθε...
— Ι Μήτρους απ' το Φ'λί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Να μη συγχέεται με τη βαρβατίλα, ουρδεσάνς, πορδομασχαλίλα και τα άλλα εις -ίλα λήμματα που τόσο αριστοτεχνικά αναπαρέστησε η μοναδική γραφίδα της άιρον, αφού κύριο χαρακτηριστικό της ξιταφάδας είναι η διαπεραστική οσμή του στάβλου.

#2
vikar

Ενδιαφέρον, δέν τό 'χω ακούσει ποτέ. Ετυμολογία έχεις;

#3
allivegp

Δεν την κατέω, βρε βικάριε...
Να προέρχεται από καμιά αρχαϊκούρα (εκ+ κάτι από συν...);
Να είναι προέλευσης σλαβομεκεντόνσκι; Ποιός ξέρει...

#4
GATZMAN

Ενδιαφέρον!

#5
HODJAS

Πολύ καλό!

#6
dryhammer

Μήπως (εικάζω) από τό ξε-ταφάω =κάτι σαν ξεθάβω, δηλ. βρωμάω σαν ψοφίμι;