Η πλήρης καταστροφή (μεταφορική ή κυριολεκτική) κατά την οποία τίποτα δεν μένει όρθιο και επικρατεί πλήρης αναστάτωση.
Κυριολεκτικά, «κεραμιδαριό» σημαίνει το μέρος όπου φτιάχνονται κεραμίδια και, συνήθως, τούβλα. Πιθανή σύνδεση λόγω της, φαινομενικής, ακαταστασίας που επικρατεί σε αυτούς τους χώρους.
Οπαδοί της Χ ομάδας συγκρούστηκαν με οπαδούς της Υ ομάδας και μέσα σε μισή ώρα έκαναν το μαγαζί κεραμιδαριό.
Ο Πέτρος είναι εντελώς ανίκανος. Με το που έγινε διευθυντής έκανε όλη την υπηρεσία κεραμιδαριό.
4 σχόλια
Jim Blondos
Καλώς ήλθες Mylk!
knasos
Βαρύ λήμμα! Γουέλκαμ και κιπ ιτ απ.
Άσχετο αλλά το λήμμα το είδα πρώτη φορά στο στριπάκι του Σπύρου Δερβενιώτη Μάνα Ρέιβερ όταν οι Εθνικόγριες απειλούν έναν ιδιοκτήτη κινηματογράφου ότι θα του το κάνουν κεραμιδαριό αν δεν αποσύρει την βλάσφημη ταινία Κώδικας Ντα Βιντσι.
GATZMAN
Πολύ καλό. Συνώνυμο με το καλοκαιρινό
rnylk
Σας μερσώ όλους για τα καλά σας λόγια :)