Η πλήρης καταστροφή (μεταφορική ή κυριολεκτική) κατά την οποία τίποτα δεν μένει όρθιο και επικρατεί πλήρης αναστάτωση.

Κυριολεκτικά, «κεραμιδαριό» σημαίνει το μέρος όπου φτιάχνονται κεραμίδια και, συνήθως, τούβλα. Πιθανή σύνδεση λόγω της, φαινομενικής, ακαταστασίας που επικρατεί σε αυτούς τους χώρους.

  1. Οπαδοί της Χ ομάδας συγκρούστηκαν με οπαδούς της Υ ομάδας και μέσα σε μισή ώρα έκαναν το μαγαζί κεραμιδαριό.

  2. Ο Πέτρος είναι εντελώς ανίκανος. Με το που έγινε διευθυντής έκανε όλη την υπηρεσία κεραμιδαριό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Jim Blondos

Καλώς ήλθες Mylk!

#2
knasos

Βαρύ λήμμα! Γουέλκαμ και κιπ ιτ απ.

Άσχετο αλλά το λήμμα το είδα πρώτη φορά στο στριπάκι του Σπύρου Δερβενιώτη Μάνα Ρέιβερ όταν οι Εθνικόγριες απειλούν έναν ιδιοκτήτη κινηματογράφου ότι θα του το κάνουν κεραμιδαριό αν δεν αποσύρει την βλάσφημη ταινία Κώδικας Ντα Βιντσι.

#3
GATZMAN

Πολύ καλό. Συνώνυμο με το καλοκαιρινό

#4
rnylk

Σας μερσώ όλους για τα καλά σας λόγια :)