Προέρχεται από το αγγλικό pass (= περνώ /-άω)

Σημασία:

- δίνω
- περνάω κάτι σε κάποιον

Χρήση:

  1. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να του δώσουν κάτι στο οποίο ο ίδιος δεν έχει πρόσβαση ή δεν μπορεί να το φτάσει. Συνήθως το συναντάμε σε συζήτηση την ώρα του φαγητού.

  2. Χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια αγωνίσματος με μπάλα ή αγώνισμα που προϋποθέτει μεταβίβαση αντικειμένου. (π.χ. ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χόκεϋ) για να ζητήσει κάποιος τη μεταβίβαση της μπάλας / αντικειμένου.

  1. - Μάνα... πάσαρε μου την κέτσαπ... είναι δίπλα σου.

  2. - Εεεεε... φίλε... πάσαρε μου τη μπάλα και θα βάλω γκολ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία