Πείσμωσε, δεν αλλάζει γνώμη, αυτό είναι και τέρμα, μουλάρωσε.

- Έλα Κωστάκη κατέβα από το δέντρο να φας το αυγό σου παιδί μου! Πες του και εσύ κάτι Μαράκι αδελφός σου είναι.
- Τι να του πω μαμά, δεν βλέπεις, κατσικώθηκε!

(από Vrastaman, 25/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Στος ο 'νούλης!

#2
Επισκέπτης

Κατσικώθηκε το ξέρω εγώ με την έννοια της αρμενικης βιζιτας, του φορτώματος, αλλά και όταν κάποιος έρχεται απρόσκλητος κάπου ή και προσκαλεσμένος να είναι αλλα δεν λεει να φύγει - χωρις απαραίτητα να μουλαρώσει.

#3
Επισκέπτης

(που θα παει θα το πάρω το κουμαντο!) π.χ. στο προηγούμενο: ρε συ, ο Γίαννης έχει κατσικωθεί μπροστά στο pc και chatάρει από το πρωι... Ντιπ για ντιπ αναίσθητος, ουτε που τον νοιάζει αν θέλω και γω να συνδεθώ....

#4
ο αυτοκτονημενος

για κοιτα την κατσικουλα που αρνειτε να προχωρησει χα χα πολυ ωραιο βραστα τα ποδαρακια κοντρα μπροστα τι να βλεπει αραγε μηπος τον χασαπακο ; με τον μπαλταδακο ;;
χμμμ ;;

#5
Khan

Θεμελιώδες!