Περνώ από πάνω, υπερπηδώ.

Ίσως η πρωτότυπη λέξη είναι πορτοσκελώ (πόρτα + σκέλος) με ανάπτυξη προθέματος α, πιθανότερο από τις αρχαιοελληνικές λέξεις α + πορδή + σκέλος. Δηλαδή, απορδοσκελώ: υπερπηδώ με άνεση χωρίς να πέρδομαι κάποιο εμπόδιο.

- Απορδοσκέλησα έναν τοίχο.

- Τα παιδιά απορδοσκελούν τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού.

Ὑπερδιασκελισμὸς τῆς Κληδονίου πυρᾶς (από aias.ath, 14/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
aias.ath

Μήπως ἡ λέξι (ἂν ὑπάρχῃ) ἀποτελεῖ παρερμήνευσι καὶ παραντίληψι τῆς συνθετικῆς λέξεως «ὑπερδιασκελῶ»; Δὲν τὴν ἔχω προσωπικῶς ἀκούσει, θὰ μποροῦσε ὅμως κάποιος νὰ τὴ συνθέσῃ, ἀπὸ τὴν μεῖξι τῶν λέξεων «ὑπερ-βαίνω» (ἐμπόδιο ποὺ ἔχει ὗψος) καὶ «διασκελῶ» ἢ «διασκελίζω» (ἐμπόδιο ποὺ ἔχει πλάτος), τὸ ὁποῖο στὴν καθομιλουμένη ἐμπλουτίζεται μὲ ἕνα «ρ» καὶ γίνεται «δρασκελῶ». Τὸ φαινόμαινο τῆς ἀντιμεταθέσεως συμφώνων δὲν εἶναι καὶ σπάνιο (ὑπερδιασκελῶ > ἀποδιασκελῶ > ἀποδρασκελῶ > ἀπορδασκελῶ > ἀπορδοσκελῶ, ὅταν ἔχῃ χαθεῖ πλέον καὶ τὸ νόημα καὶ ἡ μπάλα....)

#2
FARSOKOMODIA

Μες το τσακίρ κέφι οι θειάδες...