Ἡ ἔμμηνος ρῦσις στὰ καλιαρντά.

Στὴν παραστατικότατη αὐτὴ λέξι ἀνακατεύεται παρετυμολογικῶς ὁ κο(υ)μμουνισμός, τὸ μουνὶ καὶ τὰ σκέλη! Πρβλ. καὶ ξενικὲς συσχετίσεις κομμουνισμοῦ καὶ ἐμμήνων στὶς ἐκφράσεις «the russians are coming» ἢ «the reds are here».

Ἄλλες λέξεις τοῦ λουμποταραφίου γιὰ τὰ ἔμμηνα εἶναι: Τὸ ἐπίσης παραστατικότατο μουνόπασχαμουτζόπασχα, προφανοῦς ἐτύμου, ρουζόσκελη ἢ ρουτζόσκελο (ἀπὸ τὸ γαλλικὸν rouge καὶ σκέλη, πρβλ. ἔκφρασι «she has the red flag») καὶ ἡ καραφροδιτόστασι (στάσι τῆς καραφροδίτης: παῦσι τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων τῆς πόρνης, λόγῳ τῶν ἐμμήνων).

Οἱ λέξεις αὐτὲς ἀναφέρονται ὑπὸ τῶν κιναίδων πάντοτε μὲ ἀηδία καὶ μόνο χαμηλοφώνως, σὲ κατ' ἰδίαν σχολιαστικὲς συζητήσεις. Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ δρόμου, οὔτε ἔχουν χρησιμοποιηθῆ ποτὲ γιὰ κράξιμο, διότι ἁπλῶς οἱ λέξεις αὐτὲς δὲν τοὺς ἀφοροῦν, ἢ ἄντε νὰ ἀφοροῦν κανένα μπινέ (βλ. σχόλιό μου ἐκεῖ).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μπούτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα.

"Επισκεφτείτε την Σοβιετική Ένωση πριν σάς επισκεφτεί εκείνη" λέγαμε κάποτε... (από Vrastaman, 17/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
snakegr

κύριε κύριε, υπάρχει και σοσιαλισμόσκελη;;;

#2
Vrastaman

Και οι γαλαζοαίματες;

#3
HODJAS

θαλασσομούνες

#4
poniroskylo

Πάρα πολύ ενδιαφέρον λήμμα και εξαιρετικός ορισμός!

Προσέχω στο παράδειγμα τη λέξη νισεστέ, η (;) που τώρα μαθαίνω ότι στα καλιαρντά σημαίνει κάλτσα. Σημειώνω ότι στην καθομιλουμένη, στην γλώσσα της κουζίνας ακριβέστερα, νισεστέ, το ή νισεστές, ο (από το τούρκικο nişasta) είναι γενικά το αμυλάλευρο και, συνηθεστέρα, το άνθος αραβοσίτου, το κορν φλάουρ. Είναι δυνατόν να υπάρχει σχέση;

#5
HODJAS

Νισεστέ έλεγαν παλιά και τη ζάχαρη άχνη που τίναζαν απ' το λουκουμάκι πριν να το φάνε.
Κατά τα λοιπά, απορία χοτζ-ντογκ παραμένει...

#6
aias.ath

Ἡ λέξι νισεστὲ στὰ καλιαρντὰ σημαίνει βασικῶς ροῦχο. Ἀναλόγως τῶν συμφραζομένων προσδιορίζεται τὸ εἶδος τοῦ ἐνδύματος. Εἰδικότερα ἡ κάλτσα λέγεται νισεστὲ τουρτουά = ροῦχο τοῦ ποδιοῦ, εἶναι ὅμως δύσχρηστο καὶ δὲν ἀρέσει. Στὸ παράδειγμα λέει «...στὶς νισεστέ», ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσδιορίζεται ἐπαρκῶς σὲ ποιό ροῦχο φτάσαν τὰ μπλάντια.

Ἡ ἐνδεχομένη σχέσι τῶν δύο νισεστὲ (ἢ τριῶν, μαζὶ μὲ τὴ Χότζειο ἐκδοχή, ποὺ τὴν ἐπιβεβαιώνω καὶ ἐγώ) μὲ ἔχει ἀπασχολήσει πολύ, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἡ τρίτη ἐκδοχὴ πρέπει νὰ προέρχεται ἐκ παρασυσχετίσεως τοῦ ἀλεύρου νισεστέ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γίνονται τὰ λουκούμια, μὲ τὴν ἄχνη ζάχαρι, ποὺ προστίθεται κατόπιν, ἀλλὰ μοιάζει ἐπίσης.

Ὑπάρχει κι ἕνα παλαιὸ τραγουδάκι, ποὺ ἀναφερόταν στὴν Μανωλία τὴν πολιτευτοῦ, τὸ ὁποῖο οἱ μεταγενέστεροι συσχέτιζαν ἐξ ἀγνοίας μὲ τὸν ἀείμνηστο Μάνο Χατζηδάκη, τοῦ ὁποίου θυμήθηκα τώρα μιὰ στροφή:
...φτάσαν τὰ φλόκια τοῦ κατέ
στοῦ Μάνου ὡς τὶς νισεστέ...

#7
vikar

Και ο Πετρόπουλος, όπως κι' ο αίαντας, λέει στα «Καλιαρντά» του για το νισεστέ (ουδέτερο τό 'χει, άν κι' εγώ το είχα για αρσενικό, ο νισεστές, απ' ότι τ' άκουγα με τη μαγειρική σημασία), λέει λοιπόν οτι σημαίνει «ρούχο», «ένδυμα», «κλωστή», «ύφασμα» (δίνει για συνώνυμο και το ντρέσα), και τό 'χει κι' αυτός άγνωστης ετυμολογίας.

#8
aias.ath

Κατόπιν συζητήσεως μὲ τὸν προσωπικό μου Χότζα θυμήθηκα ἕνα παμπάλαιο ἀθηναϊκὸ λουμποκράξιμο, τὸ ὁποῖο τὸ ἔμαθα ἀπ' τοὺς παλαιότερους καὶ ὁριακὰ τὸ πρόλαβα καὶ ὁ ἴδιος:

«Ἀλάργα μωρὴ (*)! Καλέ, sκωτῶsτε την μὲ λουκουμόsκονη!»

Βλέπουμε ὅτι πάλι κάτι παίζει ἐδῶ μὲ τὸν κίναιδο καὶ τὸ νισεστέ, δηλαδὴ τὴ σκόνη τῶν λουκουμιῶν, εἴτε ὡς ἀλεῦρι εἴτε ὡς ἄχνη. Πιθανὸς ἐδῶ ὁ συσχετισμὸς καὶ μὲ τὸν παλαιότερο σλὰνγκ χαρακτηρισμὸ «λουκουμᾶς», γιὰ τοὺς μαλθακούς, ἀστράτευτους κττὅ.

Σημειώσεις:
1. Ὅπου * βάζετε κατὰ βούλησιν: Κροτάλω, πουρολουμπίνα, κρυφαδερφή, κορακοβλαστήμω, ξεκωλιάρα πριγκήπισσα κλπ, κλπ.
2. Τὸ s σημαίνει μία λεπτότερη προφορὰ τοῦ σ.

Σχετικῶς μὲ τὴν «θανατηφόρο» ἐπίδρασι διαφόρων ἡπίων μέσων, ὅπως ἡ λουκουμόσκονη:

Πρὸ ἐτῶν, ἕνας ὑπάλληλος κάποιας πρεσβείας στὴ χώρα μας, ποὺ δὲν ἄντεξε τὴν ἐκτέλεσι ἑνὸς φίλου του, ἔκανε ἀπόπειρα αὐτοκτονίας χρησιμοποιώντας, σύμφωνα μὲ τὰ δελτία εἰδήσεων, Depon καὶ Bailey's. Σὲ σχόλιό μου «Καλά, ρὲ πστ μου, μὲ Bailey's πῆγε κι αὐτὸς νὰ αὐτοκτονήσῃ;», ἀπαντᾷ ἡ γυναῖκα μου: «Καὶ τί ἤθελες δηλαδή, νὰ πάρῃ τσικουδιά»;

#9
Επισκέπτης

Αγοράκι, πρόσεξε γιατί θα σε πνίξουν με λουκουμόσκονη!

#10
aias.ath

Καλῶς τηνα κι ἂς ἄργησε. Κι ἔλεγα τὶς προάλλες, δὲ θὰ μοῦ τὴν πέσῃ καμμιὰ καρακροτάλω γι' αὐτὰ ποὺ γράφω;

Καλλίτερα ἂς πῶ τὸ δυνατό μου ξόρκι γιὰ νὰ γλιτώσω: ΤΖΑΣ-ΡΕ-ΧΟ-ποά-δωέ, τιγιά-σὲ-ραμεπή-φαπρέ!