Λέσι είναι κυριολεκτικά το ψοφίμι. Μεταφορικά λέμε την πολύ βρώμα, ή τον άνθρωπο που βρωμάει, που δεν πλένεται. Ο βρωμιάρης.
-Εκεί στη στροφή έχει μιά βρώμα! Σκέτο λέσι!
-Πήρα στο αμάξι τον Γιώργο, ναι εκείνο το λέσι. Μετά το πήγα στο πλυντήριο να φύγει η βρώμα!
-Τα 'φτιαξες με το Δημήτρη! Αυτός είναι λέσι! Πως τον αντέχεις;!
-Φύγε από δω βρε λέσι! Από πότε έχεις να πλυθείς!
1 σχόλιο
Khan
Ετυμολογία τσιμπημένη από Βικούλα:
λέσι < μεσαιωνικά ελληνικά, λέσι < τουρκικά, leş «ψοφίμι» + -ι < περσική لاش (lāš).