Η μεγάλη, η πολύ μεγάλη, μονοκόμματη, απλωμένη και φριχτή κουράς.

Τέτοιες παράγουν κυρίως οι αγελάδες, οι ελέφαντες, τα άλογα.

Υπερθετικός: (πληθ.) νάρκες. Καλή όρεξη.

- Μωρό μου, θα με βοηθήσεις να ανεβάσουμε τα πράγματα στο πατάρι επιτέλους, σήμερα;
- Ναι γλυκιά μου, σε λίγο. Πα να κάνω μια τούρτα τώρα -και μετά όλος δικός σου.

βλ. και κουρατζίνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
aias.ath

Τὸ λῆμμα ἔλλειπε. Ὡραῖο.

Εἶχα πεῖ νὰ μήν ἀνοίξω τέτοια κουβέντα σκωρολογίας βρωμιάρες μέρες, ἀλλὰ τώρα ποὺ περάσανε, ἐνδίδω καὶ ἀνταποκρίνομαι στὶς ἀλλεπάλληλες προκλήσεις (κουράδα, νάρκες).

Τὰ σκατὰ τῶν διαφόρων ζώων ἔχουν συγκεκριμένα ὀνόματα, πχ τοῦ ἀνθρώπου λέγεται κουράδα, τοῦ σκύλου σκυλόσκατο καὶ κουράδα, τοῦ ἴππου (γ)καβαλίνα, τοῦ προβάτου καὶ αἰγός (τῶν λιανῶν δλδ) λέγεται βερβελιά, τοῦ λαγοῦ καὶ κονίκλου (τῶν μιαρῶν δλδ) κακαράντζα, τῶν πτηνῶν κοτσιλιὲς ἢ κουτσουλιές (οἱ ἀπεξηραμένες γκουανό), τοῦ βοδιοῦ (σ)βουνιά· τῆς οἰκόσιτης γάτας λέγεται βρωμιά, ἐνῷ τῆς κεραμιδόγατας δὲ λέγεται, διότι τὸ θάβει.

Παρατηρήσεις: Ὅταν τὰ σκατὰ τῶν ζώων ἀποκτήσουν χρηστικότητα, ὡς λίπασμα, λέγονται συλλήβδην κοπριά. Ἡ κοπριὰ χρησιμοποιεῖται κατ' ἐξαίρεσιν καὶ ὡς ἀπολυμαντικὸν καὶ ἐπουλωτικὸν μέσον διὰ τραύματα. Παρ' ὅτι ἡ κοπριὰ δὲν τρώγεται (μὲ τὴν ἐξαίρεσι ὅτι συμμετέχει στὸ σιτηρέσιον τῆς καλλιεργουμένης πέστροφας), διακρίνεται σὲ χωνεμμένη καὶ ἀχώνευτη (γι' αὐτὸ εἶναι οἱ δύο αὐτὲς λέξεις slang). Τὴν ἀχώνευτη δὲν τὴ «χωνεύουν» οὔτε τὰ φυτά. Σὲ περιπτώσεις διαταραχῆς τοῦ ἐντέρου (εὐερέθιστο ἔντερο) δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ παραγάγῃ βερβελιές, ποτέ ὅμως πχ καβαλίνα, κακαράντζα κλπ. Στὴν περίπτωσι παραγωγῆς βερβελιῶν ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου, χαρακτηρίζεται ὁ κῶλος του «μάστορας», ὅπως καὶ τῆς κατσίκας.

#2
HODJAS

Εσχατολογικόν πόνημα :)

#3
xalikoutis

Στην Κρήτη (στα Σφακιά τέλος πάντων) η βερβελιά λέγεται βερβελίθρα, ενώ βουτσές* είναι η συσσωρευμένη κοπριά στους στάβλους ανεξαρτήτως των ζώων που την παρήγαγαν (προφανώς, όμως, προέρχεται από την εποχή που την μερίδα του κοπρέοντος είχαν τα βόδια, αλλά πλέον στην Κρήτη ελάχιστα βόδια υπάρχουν). Κυνηγετικώς οι βερβελίθρες του λαγού λέγονται αποβολές.

#4
johnblack

Στην Κύπρο, βούτchες είναι τα προγούλια, διπλοσάγονα και γενικώς παραπανίσια λίπια στο πρόσωπο, που κρέμονται αντιαισθητικώς. Σκατά δηλ. εν τη ευρεία εννοία.

#5
aias.ath