Μονιμάς του στρατού ή αλλου χώρου ανδροπρεπούς φημης, συνηθως υπαξιωματικός ή άλλος χαμηλόβαθμος, με εμφάνιση και φωνή που παραπέμπει σε μη ομολογημένες αλλά έντονες και φανερές ροπές προς το ίδιο φύλο, και ο οποίος, ταυτόχρονα, είναι παντρεμένος, αρραβωνιασμένος ή απλώς έχει γκόμενα.

Στο επισκεπτήριο των νέων, κοιτάζει με το ίδιο λάγνο ενδιαφέρον τόσο τον νέωπα, όσο και τη γκόμενα που ήρθε να τον δει και του κωλοτρίβεται στη ζούλα.

- Γιάννηηη, να σου πωωωωω (με μάσημα τσίχλας), είδες πώς με κοίταγε συνέχεια εκείνος ο αξιωματικός όταν είχα έρθει να σε δω στο επισκεπτήριο. Εκείνος μωρέεε, που χαμογελούσε συνέχεια όταν σου μίλαγεεε...
- Ποιος μωρέ; Εκείνος ο ξελιγωμένος ο αμφιλοχίας; Ρε, δεν τον είδες τσαχπινιές; Πιο πολύ γούσταρε εμένα παρά εσένα αυτός ρε, αμφιλοχίας με βούλα σου λέω. Τζάμπα κάνεις χαρές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Μερικά ετυμολογικά:

λέχομαι = ξαπλώνω, κείμαι.
αμφί = και (από) τα δύο.

Οπότε η Αμφιλοχία πιθανόν ονομάστηκε έτσι επειδή κείται και από τις δύο μεριές του Αμβρακικού κόλπου κατά Μπάμπη.

Λόχος είναι το σώμα που κείται ύπουλα περιμένοντας για ενέδρα. Από εκεί λοχίας και λοχαγός.

Οπότε Αμφίλοχος και Αμφιλόχιος είναι αυτοί που στήνουν ενέδρα από δύο μεριές. Ένα κατεξοχήν στρατοκαυλικό όνομα της αρχαιότητας που παραδόξως έχει επιβιώσει ως εκκλησιαστικό, ταιριάζει ίσως σε αγαμίδια, αν και σπάνια αυτά έχουν διπλό σεξουαλικό προσανατολισμό.

Από την ίδια ρίζα τα λεχώνα, λοχεία, λέκτρον, λόχμη. Και τα ξένα liegen (γερμ.), lay (αγγλ.), lit (γαλλ.).

Έξυπνη λεξιπλασία, το είπα;

#2
Khan

Υ.Γ. Παρεμπιπτόντως εγώ χρησιμοποιώ το Αμφιλόχιος για μπάι, σε περίπτωση που στήνουν ύπουλα ενέδρα καρτέρι και για ερωμένους και για ερωμένες, και δεν ξέρεις από πού θα σού ΄ρθει. Το χρησιμοποιώ βέβαια μόνο εγώ, οπότε δεν θα το καταχώριζα.

#3
HODJAS

Bisearge (με ρόζ σαρδέλλες)...