Ουσιαστικό. Το σπάσιμο των όρχεων.
Παράγωγο: Σπασαρχίδας.

-Μας μίλαγε δύο ώρες, τι σπασαρχιδισμός!
-Ναι ρε γαμωτο μου, μεγάλος σπασαρχίδας!

Βλ. και σπασαρχίδης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
kounelos66

Σπασαρχίδω το θηλυκό επίθετο.
Σπασαρχίδικο για το ουδέτερο.