Βολίστρι είναι ο βολοκόπος ή σβαρνιστήρα, το εργαλείο που μετά το όργωμα με το αλέτρι σπάει τους βόλους στο χωράφι.

Έκφραση αγανάκτησης σε κάποιον που συνεχώς κάνει τον έξυπνο. Αναφέρεται στο αιδοίο της γυναίκας.

Βλέπε: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο.

Οδηγός νευριασμένος προς άλλον οδηγό που πέρασε με κόκκινο κάνοντας τον έξυπνο:
Της γειτόνισάς σου το βολίστρι ρε!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία