Ρήμα, παράγωγο του λήμματος αλάνι με μη αυστηρά καθορισμένη σημασία. Κατά περίπτωση μπορεί να σημαίνει:

- Αράζω, ξοδεύω τον χρόνο μου στους δρόμους.

- Τρώω γκομενάκι στο μπαμ.

  1. - Και τι κάνεις όλη μέρα;
    - Εντάξει χαλαρά, αλανιάζω, καμιά μπύρα, λίγο skate, λίγο σχολή, περνάει ο καιρός...

  2. - Όχι ρε, την Χριστίνα από του Μωραΐτη λέω!
    - ...ααα ναιιιι, το Χριστιναάκιιι...
    - Τι ναιιιι ρε; Την έχεις αλανιάσει;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία