Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Σωστή η Τοτίνα, κλασικό. Ετυμολογία έχει κανείς;

#2
Επισκέπτης

- τζάντζαλο το / τζάντζαλον, ΝΜ, και τσάτσαλο, Ν, και τζάτζαλον Μ· κουρελιασμένο ρούχο, κουρέλι, ράκος· || (νεοελλ.) (στον πληθ.) τα τζάντζαλα· άχρηστα, παλιά αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cencio (με υποκορ. cencerello) «κουρέλι»].

- όσοι γνωρίζουν ιταλικά ψυλλιάζονται ότι προέρχεται από το gingillo

- τζάντζαλο το [dzándzalo] Ο41 : (λαϊκότρ.) κουρέλι. || (πληθ.) πλήθος από μικροπράγματα ή μικροαποσκευές που δε θεωρούνται πολύ χρήσιμα ή απαραίτητα• τζάντζαλα μάντζαλα: Tι τα αγόρασες όλα αυτά και γέμισε το σπίτι με τζάντζαλα; Έχουμε να κουβαλήσουμε ένα σωρό τζάντζαλα. [μσν. *τζάντζαλο (πρβ. μσν. τζάντζαλος `κουρελιάρης΄) ίσως από τα αραβ.]

- τζάντζαλο (το) (λαϊκ.) το κουρέλι (βλ.λ.). [ΕΤΥΜ. < μεσν. τζάντζαλον, υποκ. τού ιταλ. cencio «κουρέλι, ράκος», αβεβ. ετύμου. πιθ. αντιδάν., αν ανάγεται στο λατ. Cynici (< αρχ. κυνικοί), που αναφέρεται στη φιλοσοφική σχολή τού Αντισθένη. εφόσον οι κυνικοί συχνά ντύνονταν με κουρέλια].

- Τα Τζάτζαλα Το πανάρχαιο έθιμο της αναρτήσεως ρακών σε δέντρα, πλάι σε «αγιάσματα» για την ίαση των ασθενών.

- τζάντζαλα μάντζαλα τα [dzándzala mándzala] Ο (στην ονομ. και αιτ.) : (προφ.) τα τζάντζαλα: Tι τα θέλεις όλα αυτά τα ~; [πληθ. του τζάντζαλο και με αντικατάσταση τζ- > μ- (δες στο μ-)] ]

#3
HODJAS

Βλ. και συναφές: Χαζίρεψε τα τσουμπλέκια / τσαμασίρια κλπ σου = τακτοποίησε τα πράγματα / ρούχα σου.

Το «μάντζαλα» μάλλο είναι ιδιωματική ομοιοκαταληκτική παρήχηση του «τσάντζαλα», όπως λαγοί-μαγοί, ΙΚΑ-σύκα-μίκα, μπήξε-δείξε κλπ.
Η δεύτερη επινοημένη λέξη που κάνει ρίμα έχει την έννοια του «ξε-» και τελεί σε αντίθεση ή συμπλήρωση της πρώτης (συνήθως υπαρκτής).
Το φαινόμενο απαντάται και στην τουρκική, ενώ στα yiddish υπάρχει το παρηχητικό πρόθεμα sh- (=ξε) στην δεύτερη λέξη π.χ. money-shmoney, zillion shmollions κλπ.

#4
poniroskylo

Ίσως λόγω ηχητικής συνάφειας με τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα, εμένα τα τζάντζαλα μάντζαλα μου κάνουν να είναι και ειδικότερα τα αντικείμενα που θα παράγουν μεγάλο σαματά αν τυχόν και πέσουν κάτω. Και εκεί κάνω την διάκριση από τα καλαμπαλίκια και τα τσαμπασίρια. Δεν είμαι βέβαιος αν τα τσιμπράγκαλα - κάνουν κι αυτά θόρυβο αλλά μάλλον όχι απαραίτητα.

#5
Khan

Σύγκρινε ακόμη με τα μπλιμπλίκια / μπιμπλίκια, τα καβλιτζέκια και τα ματζαφλάρια

#6
Πούτσαρς

Εγώ το ξέρω ως εξής:
Μπήκε το κοπάδι στο χωράφι με τα μαρούλια και τα 'κανε
τζάτζαλα μάτζαλα.......
Η Τα έκανες τζάτζαλα μάτζαλα με την Σούλα, δεν διορθώνεται τίποτα...........

Δηλ.. τα χάλια γενικότερα.......

Μου φαίνεται τα κάνατε τζάτζαλα μάτζαλα εδώ !
χα χα χα χα

#7
Galadriel

#8
johnfistikis

επίσης: τσάντζαλα μάντζαλα και τατζιμιντζιχάντζαλα

#9
jesus

κ γω έτσι τό 'χω στο μυαλό μου, όπως ο σκύλος. υπάρχει κ το περιεκτικό ουσιαστικό «τα τζατζαλικά».
γενικά όλαφ τά μου φέρνουν κάτι σε κατσαρόλια, μπακίρια κ τέτοια πράματα.