Ή σίσκατος.

Ο υπερβολικά «χεσμένος» από το φόβο του. Συνώνυμο της φράσης -γενικής προσδιοριστικής: πάει το σκατό στην κάλτσα.

Πιθανή ετυμολογία:

  1. Εκ των συν + σκατά, ήτοι πλεόνασμα σε σκατά.

  2. Εκ των συς (αρχαϊστί «κάπρος-χοίρος») + σκατά, ήτοι, τα σκατά του κάπρου-χοίρου, δηλ. υπερβολική ποσότητα, χείριστη ποιότητα (ίδε και παρά του Δασκάλου Λάσκου: «συγ-γνώμη = συς-γνώμη = γνώμη χοίρου»).

  3. Εκ των σις (τουρκιστί «χοιρινό» που γίνεται κεμπάπ, ή κιοφτέ) + σκατά, δηλ. σκατά μαγειρεμένα.

Άκου και Coil «Scatology».

Αμάν, Παναγίτσα μου! Τι τρομάρα ήταν αυτή! Φτηνά τη γλιτώσαμε, κι ακόμα τρέχουμε, οι σύσκατοι! Θα κάνουμε καιρό να το ξεπεράσουμε!

Δες και σύσκατα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ΠΡΩΤΕΥΣ

Σόρρυ ironick! Τώρα είδα ότι το είχες ανεβάσει, ως επίρρημα. Έψαξα το λήμμα στο αρσενικό πριν τ' ανεβάσω και δεν το ηύρα...

#2
iron

σχωρεμένος! αλλά γενικά, προτού καταπιαστείτε με σκατά και βρωμιές, ω συσλανγκισταί, θυμηθείτε ότι πολύ πιθανόν να σας έχω προλάβει...

#3
soulto

Οι καλοί τρόποι παρά τη σύσκατη εμφάνιση (λόγω αϋπνίας όχι έλλειψης στυλ) δεν κρύβονται. Μπράβο Ευκλείδη @tsakalotos!