Στρογγυλοκάθομαι, δε λέω να φύγω και τους γράφω όλους στ' αρχίδια μου.

Μου κατσικώθηκε, που λες, η καριόλα και δεν ξεκόλλαγε για ένα μήνα. Τελικά την κυνήγησα άγρια.

Άμα και κατσικώθηκε στην καρέκλα, άντε να τον κουνήσεις. (από joe909, 03/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Ωραία και χρήσιμη λέξη. Έλειπε.

#2
vikar

Γιατί όμως κατσικώνομαι;...

Πλάκα έχουν αυτά τα ρήματα που έχουμε απο ζώα: γαϊδουρώνω (πεισματώνω), μυρμηγκιάζω (μουδιάζω), αλεπουδίζω (κάνω τσαχπινιές, λουντεμικό ρήμα απ' ότι θυμάμαι), σκυλιάζω (τα παίρνω στο κρανίο), φιδιάζω...

#3
allivegp

#4
Galadriel

Παίζει να είναι από το «κάθομαι - έκατσα» κι όχι από το κατσίκι;

#5
vikar

Όπ!, σωστή, δέν το σκέφτηκα. Όντως παίζει.

#6
Επισκέπτης

Aφού σου κατσικώθηκε γιατί την κυνήγησες;;

#7
Αλάριχος Τεκέλογλου

Γιατί δεν έφευγε από μόνη της, η γελοιωδεστάτη! Μόνο με κυνήγημα.

#8
Galadriel

«Εγώ πήγα να της κάνω κομπλιμέντο κι αυτή είχε φορτώσει και με κυνήγησε». Κυνηγώ σε φάση κυνηγητό, άμα σε πιάσω έχασες και πρέπει να φυλάς, άσε που θα σε λιανίσω στις μάπες κιόλα.

#9
gaidouragathos

πιθικίζω
κοκορεύομαι
παπαγαλίζω
γαυρίζω
σκουλικιάζω
δεινοσαυρίζω
διπλοποντικιάζω
κοτοπουλιάζω
μαιμουδίζω
αλαφιάστηκα
μυγιάζομαι
υποψυλλιάζομαι
ψειρίζω μήπως έχει κι άλλα; γιατι καταντάει κ σπαστικό...

#10
iron

μουλαρώνω.

#11
electron

κουβακιάζω

#12
vanias

στην ενεργητική πάντως - την κατσίκωσα, την έκανα κατσίκα- σημαίνει «έφυγα».

#13
jesus

στην κατηγορία με ζώα:
βικαριάζω ίζολ βάζω απόστροφο όπου βρω.

#14
vikar

Τί λέ' ρε σαχλαμάρα, που βάζ' απόστροφ' όπου βρώ λεει... (γρρρρρρρ-γάβ!)

#15
patsis

Καλέ βρείτε ένα δωμάτιο τα δυο σας!

#16
soulto

ψαρώνω
διπλοποντικιάζω
γουρουνιάζω
κοτεύω, κότεψα
λιονταρίζω
αρκουδίζω
γλαρώνω
κορακιάζω
σαρδελιάζομαι