Ο απόλυτα Μεσανατολίτης και / ή Καυκάσιος στη μάπα (και στην ψυχή). Ο Homo neanderthalensis. Όταν πρόκειται για γυναίκα, είναι η απόλυτη φρίκη.

Και ένα σχετικό ρωσικό ανέκδοτο: «- Τι κάνουν δώρο οι Γεωργιανοί στις κόρες και στις γυναίκες τους, όταν αυτές έχουν γενέθλια; - Ένα κουτί ζιλέτ!»

Συγγενική είναι και η έκφραση «καρφώνει μπιφτέκι».

- Γιατί δε σ' αρέσει ρε η Περιστέρα; Μια χαρά κοριτσάκι είναι: μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, είναι παρθένα, είναι ηθική...
- Άσε ρε Τζίμη. «Αρμενάκι είμαι κυρά μου» είναι το άτομο!

Αρμενιστής (αργκό: Αρμένι) = Ειδικότητα στο Πολεμικό Ναυτικό, ο "τα κάνω όλα" του πλοίου, αγγλ. boatswain (από HODJAS, 14/04/10)Argumentum a contrario (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 14/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Φυσικά το νησιώτικο «Αρμενάκι» δεν έχει καμμία σχέση με την Αρμενία ή τους Αρμένιους...

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Εξυπακούεται! Εκείνο προέρχεται από τα «άρμενα», που νομίζω είναι τα πανιά, πβ. αρμενίζω κ.λπ.

#3
HODJAS

Ταπεινά μπαρδόν για το φτωχό μήδι, αλλά δεν χωρούσε ολόκληρο το λίνκι του ΠΝ με τις ειδικότητες και δούλεψε κοπτοραπτική (καλαβοργική)...

#4
patsis

  1. Η απόσταση από τον Καύκασο στην Μέση Ανατολή είναι σημαντική. Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Οσέτιοι, Παλαιστίνιοι, Ιρακινοί, Σύριοι, Αιγύπτιοι διαφέρουν, λίγο ή πολύ, στα χαρακτηριστικά τους. Σίγουρα υπάρχει μία έκφραση για όλους αυτούς;

Ας πούμε για τους μαύρους υπάρχει η, τώρα πια σχεδόν μόνο υβριστική, λέξη αράπης που αναφέρεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων, εκατοντάδων κρατών. Οι μαύροι όμως είναι (;) τόσο ξένο για τους ελληνόφωνους στοιχείο ώστε οι επιμέρους διαφορές στην εμφάνιση να χάνονται σε μια λέξη-χοάνη.

  1. Πώς είναι η Καυκασομεσανατολική ψυχή δηλαδή; Τι συμπεριφορές και νοοτροπίες την χαρακτηρίζουν; Τι θα καταλάβει κάποιος για την ψυχή αυτού που χαρακτηρίζουμε με το λήμμα;

  2. Για τις γυναίκες γούστα είναι αυτά, πάω πάσο. Ιδίως όμως αν μιλάμε για την ψυχή που αναφέρεις, το παράδειγμα μάλλον κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση (θετική).

  3. «Καρφώνει μπιφτέκι» τι σημαίνει;

#5
Επισκέπτης

SOSτος ο patsis! Για το 4. μάλλον αναφέρεται στο καρφώνει μπιφτέκια με την μύτη...

#6
HODJAS

Απαντήσεις:

1α Αργεωσετπαλιρακσυρεγύφτος.
1β Είναι.
2α Λευκή, ψηλή με μαύρα μάτια και παίζει ούτι. 2β Καυκασομεσανατολίτικες. 2γ Αν είναι έξυπνος τίποτα, αφού το λήμμα δεν είναι ψυχογράφημα, αν είναι χαζός τίποτα ούτως ή άλλως.
3α Τα ρέστα μου. 3β Αν το παράδειγμα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, θα προκαλέσει ιδία υπαιτιότητι σύγκρουση με τον ορισμό και θα πρέπει να κάνει δήλωση (θετική).
4α Καρφώνει: Τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού ενεστώτα του συνηρημένου 3ης συζυγίας (εις -όω) ρήματος «καρφώνω», που σημαίνει καθηλώνω, ακινητοποιώ, τρυπώ, διαπερνώ και μεταφορικά προδίδω, κοιτώ επίμονα, επιτυγχάνω καλάθι εφαπτομένων των χειρών στην στεφάνη (καλαθοσφ.), γαμώ. 4β Μπιφτέκι: Εκ του αγγλ. beef steak ή γαλ. bifteque ή ιταλ. bistecca, πολτός κιμά μοσχαρίσιου (ή μεικτού) κρέατος, ο οποίος ζυμώνεται με αλάτι και πιπέρι και πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα. Άλλα υλικά που μπαίνουν στο μίγμα είναι η τριμμένη φρυγανιά (εναλλακτικά μουλιασμένο ψωμί), το ξυσμένο κρεμμύδι, το λάδι, το αβγό, το γάλα, ο μαϊντανός και διάφορα μπαχαρικά. Μτφ. Χώσιμο / Χοσέ Κουέρβο βλ. φάγαμε μπιφτέκι φίλος (στρατ.).
4γ Καρφώνει μπιφτέκι: Περονιάζει ένα μπιφτέκι μεθ’ οξέος οργάνου π.χ. πιρούνι, οδοντογλυφίδα, σουβλερή μύτη σαν του Μορφονιού κ.α.

#7
Αλάριχος Τεκέλογλου

Σε αυτό αναφέρεται το 4, πράγματι. Όσο για τα σχόλια του patsis, τι να πω; Δεν είναι δική μου έκφραση, από αλλού την άκουσα, οπότε δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω, ώστε να πατσίσω με τον Πάτση.