Το νυχάκι που αφήνουν κάτι καδενάκηδες κωλόγεροι -συχνά ταρίφες- στο μικρό νύχι, νομίζοντας ότι είναι μαγκιά, και το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν παντός είδους κοιλότητες του σώματος (του δικού τους και άλλων).

Συνώνυμο: ταξιτζίδικο (νύχι)

- Είδες ένα τσαπόνυχο που είχε στο δαχτυλάκι ο μπαρμπα-Μήτσος;
- Αν είδα, λέει... Τρισάθλιο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό έψαχνα λήμμα για το νοτόριους «νυχάκι» ;-)

#2
Αλάριχος Τεκέλογλου

Εγώ το ήξερα ως «ταξιτζίδικο»... Αλλά μόλις είδα το «τσαπόνυχο», μου φάνηκε ότι κολλάει απόλυτα στην περίπτωση.

#3
allivegp

Όποιος αφήνει τσαπόνυχο στο χέρι, παίζει να είναι φαρμακοποιός και να ξεκολάει μ΄αυτό τα κουπόνια από τα κουτιά των φαρμάκων.

#4
vikar

Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό έψαχνα λήμμα για το νοτόριους «νυχάκι» ;-) Βράστας Ναί ναί ναίαι... Μέχρι που σκεφτόμουνα να το αναθέσω και στον Χότζα να φανταστείς...

#5
acg

Ευγε. Ισαξιο των πλεον σιχαμερων κλασικ λημματων. Οι παλαιουρες θυμουνται περι ποιων ομιλω;)

#6
patsis

Καλώς τον! ****ψιτ! παιδιά! εσείς απασχολείστε τον κι εγώ θα τον δέσω για να μην ξαναφύγει****

#7
Vrastaman

acg! wb γιατρέ μου!!!
(Πάτση, τις χειροπέδες)

#8
vikar

Μπά, σάν το χέλι μας ξεγλίστρησε πάλι ο μπαγάσας...

#9
vikar

Πάντως, η λέξη που επικρατεί ευρέως για τη συγκεκριμένη αηδία είναι απλά νυχάκι. Λέμε αφήνω νυχάκι, ή έχω νυχάκι, είναι θά 'λεγα εδραιωμένες χρήσεις.

Παρεμπιπτόντως, κάνοντας μόλις ένα γκουγκλάρισμα για το νυχάκι, βλέπω οτι πρόκειται για αργκό μοτοσικλετιστών και ποδηλατών (το αναφέρει μάλιστα και η ΨειροΒανταλιά στο ξερό). Τό 'χει κανένας;

#10
MXΣ

Παλαιότερα το τσαπονυχο λεγόταν απλά «μανικιούρ» όπως «μανικιούρ άφησες ρε Λάκη»...

#11
poniroskylo

Νομίζω ότι το περί ου ο λόγος νυχάκι μια εποχή λειτουργούσε ως κώδικας κοινωνικής ανόδου. Δηλαδή, αυτός που το άφηνε το έκανε για να δείξει ότι μπορούσε να τ'αφήσει και δεν φοβόταν ότι θα σπάσει. Έτσι δήλωνε ότι είχε πλέον ξεφύγει από την βαριά χειρωνακτική εργασία - αγροτικές δουλειές, οικοδομή κλπ.