Το πασαπόρτι (ιγκλιστί passport) έχει την ίδια ακριβώς σημασία με το διαβατήριο. Η λέξη πασαπόρτι «εξελληνίστικε» απο τους εωσφόρους Διδασκάλους του Γένους (π.χ. Αδαμάντιος Κοραής), οι οποίοι πρόκριναν ότι η γλώσσα των Ελλήνων έπρεπε να καθαρθεί από κάθε αλλότρια επιρροή. Έτσι το πασαπόρτι μετονομάστηκε σε διαβατήριο.

Το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιείται και μεταφορικά δηλώνοντας ότι κάποιος (συνήθως απατημένος σύζυγος, ή δύσγαμος) διώχνει τη γυναίκα του από το σπίτι και από τη ζωή του παραχωρώντας της μεταφορικά πασαπόρτι.

  1. Τον τελευταίο καιρό δε μου τα λέει καλά η Κατερινούλα. Αν συνεχίσει έτσι θα της δώσω πασαπόρτι.

  2. - Γιαγιά βιάσου, θα χάσουμε το αεροπλάνο.
    - Περίμενε λίγο, δε βρίσκω το πασαπόρτι μου.
    - Ποιό πασαπόρτι ρε γιαγιά, διαβατήριο το λένε...

(από Khan, 18/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

[I]Θα σου δώκω πασαπόρτι
και θα φύγω μ' άλλο μόρτη[/I]

(δημώδες)

#2
sytalkas

Για τυχόν παρερμηνείες, η λέξις εωσφόρος δηλώνει αυτόν που φέρει το φώς και ως εκ τούτου χρησιμοποιείται για να δηλώσει, οτι κάποιος είναι φωτεινός(φωτισμένος πνευματικά).Η παρατήρησις αναφέρεται κατ ' αποκλειστικότητα σε θρησκόληπτα άτομα.

#3
jesus

άσε ρε...