Καταπλήσσομαι / εκπλήσσομαι έντονα από κάτι που μόλις είδα ή άκουσα. Τόσο που μένω ακούνητος και άλαλος σαν πλαστική κούκλα βιτρίνας (ναι, αυτές με τα ωραία βυζιά και τη λεπτή μέση που όλοι κάποτε έχουμε κρυφοκοιτάξει και μετά αποστρέψαμε γοργά από ντροπή το βλέμμα). Η έκπληξη, εννοείται, μπορεί να είναι για καλό αλλά μπορεί να είναι και για κακό.
Τα συνώνυμα (λόγια και σλανγκικά) μπόλικα. Ορίστε μερικά με τη σειρά που μου 'ρχονται:
- αποσβολώνομαι
- μένω άναυδος
- μένω ενεός
- μένω ξερός / μένω σέκος
- μένω στήλη άλατος (σαν του Λωτ τη γυναίκα, γεια σου ρε Νικόλα)
- μένω παγωτό
- μένω μαλάκας
- μένω κόκαλο
- μένω κάγκελο
- μένω καρότο
- μένω Προκόπης (βλ. σχόλιο Khan)
- μένω Παυλόπουλος (βλ. σχόλιο Khan)
- μένω σκουπόξυλο
- μένω πίπα (ψιλοάκυρο κτγμ ως έκφραση, βλ. όμως τον ορισμό για περισσότερα συνώνυμα)
Το θυμήθηκα από ένα παλικάρι που το είπε στο LoveBites του Αντ1 (τίμιο ριάλιτι, και το ξανθό μωράκι αυτής της βδομάδας τα σπάει και τα ξανακολλάει).
15 σχόλια
Khan
καλό!
vikar
Ακόμη, (μένω) άγαλμα.
iron
επίσης με αφορμή όσους δεν πιάνουν το «μένω ενεός», ακολουθεί η απάντηση / αστειάκι «μένω» + όνομα δρόμου (πχ «και γω μένω Σόλωνος»).
μήπως να γινόταν λήμμα-ομπρέλα το σκέτω «μένω»;
vikar
Ναι ρε, όντως... Άλλωστε και το μένω λέγεται σκέτο μ' αυτήν τη σημασία, και δέν τό 'χουμε κιόλας.
johnblack
Να προστεθεί το κλασικό μένω μπουκάλα κι όποιος νομίζει πως έχει έμπνευση να γραψει καμιά σάλτσα στον ορισμό ας το ανεβάσει αυτοτελώς.
MXΣ
και μένω κόκκαλο, νο;
jesus
η γείωση στο «μένω + ...» τύπου «μείνε εκεί που είσαι, έρχομαι» υφίσταται ως τέτοια;
johnblack
μουχουσού το έχω γλυκέ μου
MXΣ
Α, καλά κρασά! Μάλλον λέω να πάω για οφθαλμίατρο! ;-)
gaidouragathos
Εμεινα παξιμάδι
vikar
Άκουσα πρόσφατα και το μένω αφίσα.
Khan
Από χτες ακούγονται και τα μένω Προκόπης
μένω Παυλόπουλος
λόγω της απάθειας που επέδειξε ο Προκόπης Παυλόπουλος κατά τα μπουκετίδια/χαστούκια/φαπίδια κτλ του Η. Κασιδιάρη στη Λ. Κανέλλη.
Khan
Λ.χ. Αυτή τη στιγμή τσακώνονται μπροστά μου δυο γειτόνισσες . Έχω μείνει Προκόπης
iron
με πρόλαβες! οκ, μπήκε στη λίστα, θξ.
PUNKELISD
(αχά, ώστε υπήρχε! μάιστα)
Διαβάζοντας τα σχόλια θα συμφωνήσω με ιρον για ορισμό ομπρέλα 1ον, και 2ον (διαβάζοντας για «γειτόνισσες» από κχαν): 2 τύποι κάνουν μαύρο σε ένα μπαλκόνι όταν ο ένας κοζάρει έναντι 2 γκομενάκια που τους χαιρετάνε. Αμέσως το σφυρίζει στον άλλονα:
-Ρε συ, αυτές μας χαιρετάνε!
-Ποιες.
-Αυτές στον 2ο!
-Ρε ποιες!
-Καλά γκαβός είσαι δε τις βλέπεις;!
-Ρε μαλάκα πιες! το παίρνει όλο ο αέρας!