Εξελληνισμένη εκδοχή του motherfucker που, ωστόσο, δεν έχει καμία σχέση με οιδιπόδεια συμπλέγματα.

Οι νέγροι των ΗΠΑ (δούλοι και απελεύθεροι) συχνά απέδιδαν στους λευκούς την προσωνυμία μαδαφάκα, εννοώντας ότι οι «αφέντες» βίαζαν τις μανάδες τους. Κατ' επέκταση, επιστάτησε για όποιον πήδαγε τη μάνα κάποιου γενικότερα. Η βρισιά αυτή διαδόθηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο.

Στα ελληνικά αποδίδεται και ως «μανογαμιάς» και άλλα παρεμφερή παράγωγα.

Δεν έχει το Θεό του, ο άτιμος ο μαδαφάκας! Πηδάει μέχρι και τη μάνα του κολλητού του!

Και η εκγαλλισμένη κουλτουριάρικη εκδοχή (από Khan, 13/08/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
το Λιοντάρι

Το «motherfucker» δεν είχε ποτέ ούτε έχει κάποια σχέση με τούς μαύρους δούλους βρε παιδιά, πώς σάς προέκυψε αυτό;
Σήμαινε και σημαίνει πάντα αυτό που λέμε και στα ελληνικά για τούς κατοίκους μιας πόλης τής Πελοποννήσου.
(δε θα σάς πω το ποιας πόλης, όσοι ξέρουν ξέρουν)
Λένε λοιπόν ότι ο καλλίτερος από αυτούς έχει βιάσει τη μάννα του.
Αυτή είναι μια άκρως περιφρονητική έκφραση που λεγόταν ήδη στα 1800+, απ' ό,τι έχω μάθει.
Δεν έχει να κάνει με οιδιπόδεια και τα ρέστα αλλά με το: «άμα μωρή ξευτίλα άντρα γαμάς μέχρι και τη μάννα σου τότε είσαι εντελώς ξευτιλισμένος άντρας, σκέτο μπάζο».

Εξάλλου τα λευκά δουλεμποράκια θα ήταν πολύ μαλάκες για να το κάνουν με τις μπαγκατέλες τις μαύρες μανάδες αφού μπορούσαν να έχουν τις μικρές θυγατέρες και αδελφές. Οπότε ούτε κι εκεί κάθεται ο ορισμός.

Κι όσο για το son of a bitch αυτό είναι ακριβής μεταφορά στα Αγγλικά τού αντίστοιχου ισπανικού «hijo de puta».
(οι Ισπανοί πρωτοπήγαν στην Αμερική)
Έχει περιφρονητική σημασία επειδή άμα είσαι παιδί πουτάνας δεν ξέρεις μήτε εσύ μήτε αυτή ποιος ήταν ο πατέρας σου. Όλα αυτά λεγόντουσαν ήδη από το Μεσαίωνα σε διάφορες γλώσσες και πάντα με το ίδιο νόημα.

#2
Khan

Έχω σοβαρές επιφυλάξεις για τον ορισμό, έχουμε εξάλλου και το μαμογαμίκος

#3
Επισκέπτης

Ποτέ δε γράφω/δηλώνω κάτι, αν δεν είμαι βέβαιος. Και, προφανώς, επειδή δε με ξέρετε και, συνεπώς, δε χαίρω μιας κάποιας αξιοπιστίας, αναγκάστηκα να γουγλήσω αρκετά για να βρω στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά μου. Εκτός απ'όσα βρήκα στο Google, το Urban Dictionary, στο λήμμα Motherfucker, λέει:
A common slang expression derived most popularly from a form of «yo momma jokes» but actually dating waaaay the hell back to the 1300's, when it was considered the highest sin to sleep with one's own mother. [...] Historically, it was a vicious taunt, a damning insult -- and a veiled allusion to the destruction of black male familial hegemony under chattel slavery [...] Back in the slavery days, it was very common for slave women to be raped by the slave owners. The children born out of these unions were taught not to call these rapists “father” but, you guessed it – «motherfucker»Which may sorta explain why the term is so prevalent in black music and comedy.
Εξυπακούεται ότι, αν χρειαστεί/ζητηθεί, μπορώ να μεταφράσω τα παραπάνω για τους μη αγγλόφωνους.
Οσο για το ισπανικό «hijo de puta», υπάρχει η απλή καθημερινή σύντμηση «hijoputa». Το ίδιο για το γαλλικό «fils de putain» που, στην αργκό, γίνεται «fan de pute».

#4
Vrastaman

Κατά άλλη εκδοχή, το motherfucker κατεγράφη για πρώτη φορά το 1956, ενώ ως motherfucking συναντάται από το 1933 (βλ. εδώ)

#5
jesus

αυτό το fan de pute δεν το έχω ακούσει ποτέ κ δεν δίνει τπτ κ το νέτι. το μόνο που βρήκα είναι το fan de pied ως ευφημισμό του enfant de pute (πως λέμε γαμώ την παναχαϊκή αντί για την παναγία, αλλά γενικά αυτού του τύπου οι ευφημισμοί στα γαλλικά είναι τόσο φλώρικοι που δε νομίζω να τους λέει πλέον κανένας) κατά το
enfant de pute < 'fan' de pute < fan de pied
κανένα από αυτά δεν έχω ακούσει. αυτά που ακούω είναι τα fils de pute κ το verlan αυτού, fils de teuhpu.

#6
jesus

επίσης, το putain με την έννοια της πουτάνας είναι μάλλον σπάνιο, μόνο σε ένα τραγούδι το έχω ακούσει, λέγεται μόνο ως επιφώνημα τύπου «γαμώτο». η λέξη που την έχει αντικαταστήσει με την έννοια της πουτάνας είναι το pute.

#7
jesus

(το λέγεται μόνο ως επιφώνημα είναι ανακριβές, αλλά το κόβω)

#8
ΝΤΙΝΟΣ

@ jesus: Φταίω λίγο που δε διευκρίνισα ότι το «fan de pute» είναι μάλλον αργκό της Νότιας Γαλλίας (Provence). Θα επαναλάβω ότι δε γράφω πράματα «εική και ως έτυχε». Ξέρω τι λέω:
Fan : Diminutif de : enfant. Sert d'interjection dans toutes sortes de situations : la joie, la peine, la stupéfaction, le désarroi, et bien d'autres termes : fan de pute! Fan des pieds! Fan de chine! fan de chichourle !
«Oh fan de putain ! On m'a rousti la voiture!».
Και ξανά: Αν ζητηθεί, μπορώ να το μεταφράσω για τους μη γαλλόφωνους...50 χρόνια τώρα, μεταφράζω από και προς 6 γλώσσες.

#9
Επισκέπτης

Εική και ως έλαχε.

#10
ΝΤΙΝΟΣ

Ναι, ξέρω: Είναι να μη σου λάχει.