Γνωστό και ως ποδοσφαιράκι (από «μπάλα», υποκ. «μπαλάκι»). Παιχνίδι του χώρου των άλλοτε κραταιών σφαιριστηρίων, όπου στεγάζονταν οι δημιουργικές ανησυχίες νέων και των τέντυ-μπόιδων της γενιάς του μεταπολέμου, αλλά και των επομένων, μέχρι την εποχή της επανάστασης των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Είναι επιτραπέζια προσομοίωση ποδοσφαίρου, παίζεται από 2 ή 4 παίχτες. Την αναμέτρησης προηγείται διαπραγμάτευση των αντιπάλων (ατόμων ή ομάδων) σχετικά με τους όρους του στοιχήματος, αν θα μετρήσουν τα γκολ από τις δυάδες ή από τις πεντάδες, αν θα επιτρέπονται τα φουρφούρια καθώς και πόσες «μάρκες» θα παιχτούν.

Στη συνέχεια ζητάμε μάρκες από το ταμείο, βάζουμε το δεκάρικο (μετέπειτα εικοσάρικο, πενηντάρικο, κατοστάρικο) στην εγκοπή, τραβάμε το λεβιέ, πέφτουν 5 μπαλάκια στο συρτάρι και ξεκινάει το παιχνίδι.

Ο αγωνιστικός χώρος είναι νοβοπανιζέ, ξύλινοι ήταν αρχικά οι ποδοσφαιριστές που αργότερα έγιναν και αυτοί, όπως όλα, πλαστικοί. Το τερέν κάτω από κάθε ποδοσφαιριστή είναι εμφανώς φθαρμένο, ιδίως κάτω από το σέντερ φορ, λόγω του «σφιξίματος» της μπάλας. Φθορά όμως της επιφάνειας δεν υπάρχει κάτω από τα μπανιστήρια, αφού απαγορεύεται ρητά το γκολ από αυτά.

Ενίοτε το κατάστημα απαγορεύει το «σφίξιμο» για να μη χαλάσει το μηχάνημα, αλλά κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό επίτευξης ενός γκολ συνοδευμένου από τον χαρακτηριστικό δυνατό κρότο.

Το σκορ δεν το κρατάει κανένας. Σημασία έχει πόσα μπαλάκια «φεύγει» η προπορευόμενη ομάδα, πχ: «δύο φεύγω», ενώ η ισοπαλία λέγεται «όλα».

Στο τέλος ο νικητής καλεί περιπαιχτικά τον ηττημένο να πάει «στο ταμείο», όντας φυσικά καταϊδρωμένος, αφού το «άθλημα» απαιτεί σωματική κίνηση.

— Πάμε μια κόντρα στο μπαλάκι;
— Πάλι θέλεις να χάσεις;
— Γιατί ρε μάγκα πότε ξαναέχασα;
— Καλά ρε, χθες δεν έχασες ένα κατοστάρικο;
— Χμ!! Αφού έπαιζε πίσω ο άσχετος ρε εσύ. Πάει δύο κατοστάρικα οι πέντε μάρκες;
— Κατάστημα, πιάσε πέντε μάρκες. Βρήκαμε θύμα.

ποιος είναι για μια κόντρα; (από Stravon, 12/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Βλ. και κοκορέτσι

#2
perkins

kokoretsi για τους ατζαμηδες . Το μάγκωμα στη δυάδα ηταν το φόρτε μας.

#3
perkins

κοκορέτσι λέγμε για το οτινάναι στριφογυρισμα της πεντάδας.
Το καλυτερο ηταν όταν βάζαμε γκολ με τη δυάδα με σφίξιμο ,οπου αν την ειχαμε μαγκωσει για τα καλά λέγαμε πριν το σουτ«άκου» κι εννοουσαμε το ΓΚΟΥΠ που εκανε το μπαλακι στο νοβοπαν κατω όμως απο το δικό μας τέρμα,καθώς είχε τόση φόρα το μπαλί που δεν ακουμπαγε κάτω μετα το γκολ αλλα εκανε ολόκληρο κυκλο ολο το«γήπεδο», πανω αλλα και κατω απο τον «αγωνιστικο χωρο. Τέσπα όποιος το εχει παιξει καταλαβαίνει.
Επισης σημαντικος ηταν και ο ρολος του ΠΟΥΣΤΗ, δηλ του εξω δεξια της τριαδας που απαγορευοταν να σκοράρει. Στα Δυνατα παιχνιδια τον αποκλείαμε εκ των προτέρων λεγοντας »πουστηδες εκτος« .Επισης τον λέγαμε ρουφιάνο ή »το ματακι« επειδη δεν μπορουσε να μαρκαριστει ευκολα και σκοραριζε χωρις να ιδρώσει τη φανέλα (ο παιχτης). Να το ανεβαζαμε ως λήμμα;

#4
perkins

Α το έχει ο Στραβων ως μπανιστηρι. Σωστοστ.

#5
Stravon

Όταν το σουτ ήταν πολύ δυνατό υπήρχε περίπτωση να «το ξεράσει» δηλαδή το μπαλάκι να μπει και να βγει από την εστία με μεγάλη ταχύτητα. Και αυτήν την περίπτωση υπήρχαν φυσικά αρκετές ενστάσεις και εντάσεις. Δε συνίσταται το μπαλάκι σε ενδεδυμένους με λευκά ρούχα καθότι οι πιθανότητες να μαυρίσουν από το λάδι των αξόνων είναι πολλές.

#6
Jonas

Παίζει και ώς απλά «ξύλινο» (σκέτο) για τον προφανή λόγο.