1. Ο βρωμύλος, δι' ευνόητους λόγους.

  2. Ο αραγματίας, ο βαρεμάρας, ο ρούχλας που βαριέται που ζει και αράζει συνέχεια σπίτι του, όπως το κουνάβι στη φωλεά του. Συνώνυμο: καναπές.

Σχετικό ρήμα: κουναβιάζω = αράζω μέσα και δεν έχω όρεξη ούτε για μπλακ κάβιαρ, ρουχλιάζω, μουχλιάζω κλπ.

  1. - Άντε ρε κουνάβι ξεκόλλα λίγο απ τον καναπέ σου να πάμε για κανένα ποτάκι.
    - Βρε δε γαμιέσαι κι εσύ κι ο γρύλος σου..

  2. - Ρε μην κουναβιάζεις σου λέω, Σάββατο βράδυ πάλι στο σλανγκ θα κάτσεις, παρέα με τους καμένους;
    - Εσύ τι ζόρι τραβάς; Ναι θα αράξω σλανγκ και πήγαινε τώρα να δεις αν έρχομαι.

(από GATZMAN, 07/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ο αυτοκτονημενος

καλοο !!