Κάτι σαν να λέμε σήμερα ντουλάπα. Ο γίκος στα παλιά σπίτια ήταν το μέρος όπου στοιβάζονταν σε διάφορα μέρη, καθώς δεν υπήρχε χώρος, παπλώματα, κουβέρτες, βελέτζες κ.λ.π. η μια πάνω στην άλλη, και τα κάλυπταν με ένα σεντόνι. Χώρος αποθήκευσης.

  1. Χειμώνιασε, πρέπει να βγάλουμε τις βελέτζες από τον γίκο να πάρουν αέρα.

  2. Τράβα στον γίκο και κατέβασε τις κουβέρτες, άντε γιατί το βράδυ θα κρυώσουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Το έχω ακούσει ως «γιούκο» (ή ουστούνι < üstün = απο πάνω τούρκικης προέλευσης). Μήπως γράφονταν παλιότερα γύκος; Οι γκαγκαρέοι πρόφεραν σιούκα (σύκα), άχιουρα (άχυρα) και οι Αρβανίτες της Εύβοιας λένε Στούρα (Στείρα) βλ. και επώνυμο Στουραΐτης.

#2
Galadriel

Γιούκος. Προ του γάμου η νύφη-του-μπι άνοιγε το σπίτι να δείξει στους ενδιαφερόμενους (σε όποιον φοράει παπούτσια στο χωριό) το γιούκο, τα προικιά της.

#3
HODJAS

Έτσι. Οι παλιοί τουρκομερίτες, το έλεγαν και γιουκλούκι εκ του ταυτόσημου τούρκικου yüklük = στοίβα με ρούχα / εντοιχισμένη ντουλάπα.

#4
vikar

Ωραία λέξη.

Ακούγεται τουλάχιστον σε Ιόνιο, Ήπειρο, Θεσσαλία και Στερεά, με την κύρια σημασία «σωρός, στοίβα απο ρούχα ή κλινοσκεπάσματα». Σταχυολογώ:

  • Στα λευκαδίτικα σημαίνει λέει «σύλοχο χοντρόρουχων διπλωμένα με τάξη πάνω σε κασέλλα»,
  • στα οξυώτικα (Καρδίτσα) «Διπλωμένες κουβέρτες η μια πάνω στην άλλη» (εδώ) ή «το σύνολο των κλινοσκεπασμάτων» (εδώ, οπου γράφεται όντως και γιούκος, όπως λένε τα παιδιά επάνω),
  • Λέγεται και στον Ασπροπόταμο (Τρίκαλα): «Το ανώγι ήταν κυρίως χώρος υποδοχής των επισκεπτών. Στη γωνιά υπήρχε το τζάκι, ο γίκος και ο μισιντρές (ντουλάπα) και χρησιμοποιούνταν ως υπνοδωμάτιο» (εδώ).
  • Στην Ευρυτανία όντως σημαίνει και «προίκα», όπως λέει η Μές: «Το εσωτερικό των σπιτιών αποτελούνταν από 2-3 δωμάτια (κάμαρες). [...] Στην καλή κάμαρη, πρώτος και καλύτερος ο «γίκος» (προίκα) των κοριτσιών ή της νοικοκυράς του σπιτιού, ένα κρεβάτι για κανέναν μουσαφίρη, το τραπέζι με τις καρέκλες, καναπές και μπαούλα. Ο τοίχος στολισμένος με τα κεντήματα των κοριτσιών και τις φωτογραφίες των ξενιτεμένων. Συνήθως, επειδή ήταν νταβανομένη υπήρχε και πατάρι από πάνω» (εδώ).
  • Στα Γιάννενα, γιούκος και γίκος σημαίνει λέει πάλι «στοίβα από ρούχα και κλινοσκεπάσματα» (εδώ), ενώ έχουμε και φωτογραφία με λεζάντα «γίκος απο βελέτζες» (απο 'δώ) που δέν βοηθάει και πολύ.
  • Στα Σελλά (Καρπενήσι), ξανά, γίκος: «τα σκεπάσματα του σπιτιού ένα πάνω στο άλλο. Η νύφ είχε μεγάλου γίκο» (εδώ).
  • Τελοσπάντων, το πιό κοντινό στον ορισμό του Άιτο που βρίσκω, είναι γιούκος: «σωρός από κουβέρτες ή κοίλωμα τοίχου που χρησιμεύει για την τοποθέτηση του γιούκου (Γίκος)» (σ' αυτό το «Αλφαβητάρι Αντικειμένων Λαϊκής Τέχνης»).

Στο αντίστροφο λεξικό του Κόμβου τη βρίσκω ώς «λογοτεχνίζουσα» και μάλλον «αρχαιοελληνική» (η συντομογραφία αε δέν περιέχεται στο υπόμνημά τους), άν και στο ονλάιν Λίντελ-Σκότ δέν τη βρίσκω.

Την γύκος τέλος δέν τη βρήκα κάπου. Κι' απο ετυμολογία, παραμένω καραδαής.

Να πούμε ακόμη οτι ως γίκους, σύμφωνα με τον ορισμό, χρησιμοποιούμε συχνά στα σημερινά διαμερίσματα τα πατάρια.

#5
HODJAS

Homo homini yukus
:-P

#6
vikar

Ναί, μάλλον τούρκικη θά 'ναι η λέξη. Άιτο, απο ποιό μέρος την ξέρεις;

#7
HODJAS

Απ' το Whitehorse Yukon του Καναδά; (ήταν ο Γουίλτζερ απο 'κεί)

#8
vikar

(Άτ' απο 'δώ ρε σαχλαμάρα... :-Ρ )

#9
perkins

αιτο εισαι δικός μας , παραδεξου το.

#10
vikar

Ά, νά, στο Αιτωλικό, έτσι δεν είναι;

#11
ΑΙΤΟ

Ακριβώς vikar, Αιτωλικό. Το μονο σιγουρο οτι με τα σχολιά σου εγινα σοφότερος. Φοβερή ανάλυση, ευχαριστώ.

#12
Μιτζνούρ

Στην Αρτοτίνα, όπου έκαναν 'κάποιοι γνωστοί μου αγροτικό, λεγόταν γιούκος. Και μάζευαν εκεί όλα τα προικιά και κυρίως κλινοσκεπάσματα. Τώρα το ουστούνι (üstün) του Hodjas, η μόνη πιθανή συσχέτιση που φαντάζομαι είναι να σημαίνει κατ' αρχήν 'πατάρι' όπου αποθήκευαν τα πάντα, και πήρε συνεκδοχικά τη σημασία του γιούκου ως 'αποθήκη' περίπου.

#13
MXΣ